
Μάντης Σαββίδης
Μάντης Σαββίδης
Γεννημένος το 1931 στη Ράχη Ημαθίας, ήταν το δεύτερο παιδί του Λάζαρου Σαββίδη, δασκάλου από το Πιστοφάντων της Σάντας, και της Όλγας Πολιτίδου. Μετά την προσφυγική εγκατάσταση του πατέρα του στο Καρς και εν συνεχεία στην Αμάραντα Κιλκίς το 1922, η οικογένεια βρήκε μόνιμη στέγη στη Βέροια το 1927. Το 1938, με τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του ανέλαβε μόνη την ανατροφή των τεσσάρων παιδιών τους εν μέσω φτώχειας και της επικείμενης κατοχικής δυστοκίας.
Στην εφηβεία του, η πρώτη επαφή με τη λύρα ήρθε μέσα από έναν γείτονα που την κατασκεύασε πρόχειρα με ένα καλό ξύλο. Ο νεαρός Μάντης, μαγεμένος από το όργανο, παρακάλεσε τη μητέρα του να προσφέρουν το μισό από το χριστουγεννιάτικο γουρούνι στον γείτονα για να πάρει τη λύρα. Εκείνος, συγκινημένος από τη θέλησή του, την του χάρισε. Έτσι ξεκίνησε μια μακρά πορεία, βασισμένη σχεδόν αποκλειστικά στην ακουστική μάθηση, χωρίς μελέτη στο σπίτι, αλλά με συνεχή συμμετοχή σε μουχαπέτια και γλέντια. Με επιρροές από τους τοπικούς λυράρηδες της Τσερκόβιας, Μάκο Τσαχουρίδη και Πέτρο Αμοιρίδη, καθώς και από το βιωματικό του παίξιμο, άρχισε να διαμορφώνει το δικό του ύφος.
Κατά τη στρατιωτική του θητεία στην Αθήνα, γνώρισε τον Γώγο Πετρίδη, με τον οποίο τον συνέδεσε σχέση αλληλοεκτίμησης και φιλίας. Ο Γώγος τον άκουσε να παίζει, τον καθοδήγησε, και του υποσχέθηκε πως θα παίξει στον γάμο του —υπόσχεση που τήρησε όταν ο Μάντης παντρεύτηκε το 1955 την συγχωριανή του Ελευθερία Ακριβοπούλου. Εκείνα τα χρόνια, μέσα από μικρές ιστορίες όπως η δωρεά μίας λύρας από έναν θαμώνα σε καφενείο της Βέροιας, αποτυπώνεται όχι μόνο η εκτίμηση που έτρεφε προς αυτόν ο περίγυρος, αλλά και η σταθερή του παρουσία ως μουσικού συνοδοιπόρου σε κοινωνικές περιστάσεις.
Από τη δεκαετία του ’60 και μετά, ο Μάντης εργάστηκε επαγγελματικά, κυρίως στο κέντρο «Ακρόπολη» της Βέροιας μαζί με τον Βασίλη Φωτιάδη, κερδίζοντας την αποδοχή του κοινού. Με μία λύρα κατάφερε να παντρέψει τα παιδιά του, να χτίσει σπίτι και να ζήσει αξιοπρεπώς —όχι χωρίς κόπο. Το παίξιμο δεν σταματούσε μέχρι να μουδιάσουν τα δάχτυλα, και ακολουθούσε την επόμενη ημέρα η σκληρή αγροτική ζωή. Περιγράφει χαρακτηριστικά την αίσθηση ότι ο λυράρης όφειλε να βρίσκεται πάντα παρών, ακόμα και όταν οι παρέες εναλλάσσονταν σε βάρδιες μέσα στη νύχτα.
Σήμερα θεωρείται ένας από τους τελευταίους αυθεντικούς εκφραστές του «σαντέτ’κου» ύφους της δεύτερης γενιάς λυράρηδων. Το παίξιμό του φέρει τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Γώγου Πετρίδη, αλλά και την αύρα της πρώτης γενιάς, της οποίας υπήρξε ακροατής και συνεχιστής. Ήταν συνεργάτης πολυάριθμων συλλόγων και παραδοσιακών σχημάτων, μεταξύ αυτών και της Ευξείνου Λέσχης Βέροιας, ενώ το 1963 συνόδευσε το χορευτικό της Δώρας Στράτου στην Αίγυπτο. Πέρα από την προσωπική του διαδρομή, τίμησε τη μουσική με σεμνότητα και συνέπεια, διατηρώντας έναν εσωτερικό κώδικα πίστης στο παραδοσιακό ήθος και τη λειτουργία του λυράρη στην κοινότητα.
album
Albums/Singles (4)
lyrics
Τραγούδια (27)
- Αγγέλ’ να παραστέκ’νε - Τα Σαντέτ’κα
- Αΐκον έν’, αΐκον έν’ - Τα Σαντέτ’κα
- Απέσ’ σην Καστανέαν - Σαντέτ’κα Νο2
- Γιάσ̌α, γιάσ̌α - Και μελεσσίδ’ μελεσσιδόπον
- Ε! μάρσα Ματσουκάτ’σσα - Τα Σαντέτ’κα
- Έντεκα κι εννέα είκοσ’ - Τα Σαντέτ’κα
- Ευκλείδης - Τα Σαντέτ’κα
- Θεία μ’, η κούτσ̌η σ’ λάλα έν’ - Τα Σαντέτ’κα
- Κορτσόπον απαράλλαχτα - Τα Σαντέτ’κα
- Λεγνή μ’, πολλά λεγνέσσα - Σαντέτ’κα Νο2
- Μεθυγμένος θα λάσκουμαι - Τα Σαντέτ’κα
- Να ’ίνεσαι τριαντάφυλλον - Τα Σαντέτ’κα
- Ντό, ντό, κι αμ’ ντό; - Σαντέτ’κα Νο2
- Ξεροχτέντσον τα μαλλόπα σ’ - Σαντέτ’κα Νο2
- Ξι, ξι, ξι τα κοσσάρι͜α - Τα Σαντέτ’κα
- Ο Σαντέτες - Σαντέτ’κα Νο2
- Οφέτος, οφέτος - Τα Σαντέτ’κα
- Τ’ αρνόπο μ’ όντες αναλλάζ’ - Το μεκατίρι μ’
- Τ’ ορταρόπα τ’ς αρνομάλλι͜α - Σαντέτ’κα Νο2
- Τέρεν, θεία μ’, σκοτία έν’ - Σαντέτ’κα Νο2
- Την Σάνταν όποιος ’κ’ εξέρ’ - Σαντέτ’κα Νο2
- Το θήμιγμαν - Σαντέτ’κα Νο2
- Το μαχ̌αιρόπο μ’ δίστομον - Σαντέτ’κα Νο2
- Το σ̌α̤λι͜ακόπο μ’ έν’ βαρύν - Τα Σαντέτ’κα
- Τραντάφυλλον ’κατόφυλλον - Και μελεσσίδ’ μελεσσιδόπον
- Χ̌ερίτσα μ’ - Σαντέτ’κα Νο2
- Χαψία - Σαντέτ’κα Νο2



