.
.
Τα Σαντέτ’κα

Το σ̌α̤λι͜ακόπο μ’ έν’ βαρύν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Το σ̌α̤λι͜ακόπο μ’ έν’ βαρύν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Το σ̌α̤λι͜ακόπο μ’ έν’ βαρύν
και το γομάρι μ’ άλας
Γουρπάν’ σ’ οσπίτ’ ντ’ εμπαίντς κι εβγαίντς,
’ς σο κατηβαίντς τα σκάλας

Λάχ̌’ καίεται τ’ οσπιτόπο σ’
και τιδέν ’κι απομένει
Πουθέν τόπον ’κ’ ευρήκ’ς να μέντς,
έρχ̌εσαι μετ’ εμέν-ι

Τερώ, τερώ ολόερα,
τ’ αρνί μ’ πουθέν ’κ’ ελέπω
Και την αροθυμίαν ατ’ς
τόπον ’κ’ έχω να θέκω

Γιαβρί μ’, τραγώδ’ και σ̌ύριξον,
εύρες τον καιρό σ’, εύρες
Με τον άντρα σ’ ας ίεψες
κι εμέν ας επιδέβες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άλαςαλάτι
αροθυμίαννοσταλγία
ατ’ςαυτής, της
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γομάριφορτίο (από ξύλο ή χόρτα) που το έφεραν στην πλάτη ή στην ράχη ζώου
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εβγαίντςβγαίνεις
ελέπωβλέπω
εμπαίντςμπαίνεις
έν’είναι
επιδέβεςέφυγες, άφησες πίσω, προσπέρασες, ξεπέρασες
εύρεςβρήκες
ευρήκ’ςβρίσκεις
θέκωθέτω, τοποθετώ, βάζω
ίεψεςταίριαξες uymak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίεταικαίγεται
κατηβαίντςκατεβαίνεις
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λάχ̌’είθε, μακάρι, μήπως και (με την ελπίδα να συμβεί)
μέντςμένεις
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ολόεραολόγυρα
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
οσπιτόποσπιτάκι hospitium<hospes + -όπον
πουθένπουθενά
’ς(ας) από
σ̌α̤λι͜ακόπο(υποκορ.) φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο + -όπον
σκάλας(ον.πληθ., τα) σκάλες
σ̌ύριξον(προστ.) σφύριξε, κάλεσε σφυρίζοντας
τερώκοιτώ
τιδέντίποτα
τραγώδ’(προστ.) τραγούδησε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άλαςαλάτι
αροθυμίαννοσταλγία
ατ’ςαυτής, της
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γομάριφορτίο (από ξύλο ή χόρτα) που το έφεραν στην πλάτη ή στην ράχη ζώου
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εβγαίντςβγαίνεις
ελέπωβλέπω
εμπαίντςμπαίνεις
έν’είναι
επιδέβεςέφυγες, άφησες πίσω, προσπέρασες, ξεπέρασες
εύρεςβρήκες
ευρήκ’ςβρίσκεις
θέκωθέτω, τοποθετώ, βάζω
ίεψεςταίριαξες uymak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίεταικαίγεται
κατηβαίντςκατεβαίνεις
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λάχ̌’είθε, μακάρι, μήπως και (με την ελπίδα να συμβεί)
μέντςμένεις
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ολόεραολόγυρα
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
οσπιτόποσπιτάκι hospitium<hospes + -όπον
πουθένπουθενά
’ς(ας) από
σ̌α̤λι͜ακόπο(υποκορ.) φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο + -όπον
σκάλας(ον.πληθ., τα) σκάλες
σ̌ύριξον(προστ.) σφύριξε, κάλεσε σφυρίζοντας
τερώκοιτώ
τιδέντίποτα
τραγώδ’(προστ.) τραγούδησε
Το σ̌α̤λι͜ακόπο μ’ έν’ βαρύν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost