.
.
Σαντέτ’κα Νο2

Τ’ ορταρόπα τ’ς αρνομάλλι͜α

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τ’ ορταρόπα τ’ς αρνομάλλι͜α
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τα χτήνι͜α εξέβαν σον παρχάρ’,
θ’ αλμέει η παρχαρέτ’σσα
Λελεύω, ποδεδίζ’ ατεν,
ατέ έτον Σαντέτ’σσα

Τ’ ορταρόπα τ’ς αρνομάλλι͜α,
πάει φέρ’ νερόν και πλύν’ α̤τα
ασ’ όλι͜α τα πεγάδι͜α

Πουλί μ’, τα ζα ντ’ ερίαζες
τ’ έναν ακούει «Στεφάνα»
Μίαν κι άλλο ας εφίλ’να σε
κι ύστερα ας επεθάν’να

Η ζουπούνα τ’ς έχ̌’ πλουμία,
πάει φέρ’ νερόν και πλύν’ α̤τα
ας ση Σαντάς τ’ ορμία

Αρνί μ’, τα ζα ντ’ ερίαζες
το έναν εκυλίεν
Ας σα δύο τα τσαμόπα σ’
τ’ έναν επετυλίεν
 
Τ’ ορταρόπα τ’ς αρνομάλλι͜α,
πάει φέρ’ νερόν και πλύν’ α̤τα
ασ’ όλι͜α τα πεγάδι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλμέειαρμέγει
αρνομάλλι͜αμαλλί αρνιού
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ασ’από
ατέαυτή
ατεναυτήν
εκυλίενκύλησε, κυλίστηκε
εξέβανβγήκαν
επεθάν’ναπέθαινα
επετυλίενξετυλίχθηκε
ερίαζεςπρόσεχες, φυλούσες, επέβλεπες
έτονήταν
εφίλ’ναφιλούσα
έχ̌’έχει
ζαζώα
ζουπούναμακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους ζιπούνι(ν)<zipon (βενετ.)
λελεύωχαίρομαι
μίανμια φορά
μίαν κι άλλοάλλη μια φορά
ορμίαρυάκια, ρεματιές
ορταρόπα(υποκορ.) μάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρέτ’σσαη γυναίκα που είναι επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού (ορεινού τόπου θερινής βοσκής)
πεγάδι͜αβρύσες
πλουμίακεντητά ή ζωγραφιστά διακοσμητικά σχέδια, μτφ. στολίδια pluma
πλύν’πλένω/ει
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
τσαμόπαπλεξουδίτσες
φέρ’φέρνω/ει
χτήνι͜ααγελάδες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλμέειαρμέγει
αρνομάλλι͜αμαλλί αρνιού
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ασ’από
ατέαυτή
ατεναυτήν
εκυλίενκύλησε, κυλίστηκε
εξέβανβγήκαν
επεθάν’ναπέθαινα
επετυλίενξετυλίχθηκε
ερίαζεςπρόσεχες, φυλούσες, επέβλεπες
έτονήταν
εφίλ’ναφιλούσα
έχ̌’έχει
ζαζώα
ζουπούναμακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους ζιπούνι(ν)<zipon (βενετ.)
λελεύωχαίρομαι
μίανμια φορά
μίαν κι άλλοάλλη μια φορά
ορμίαρυάκια, ρεματιές
ορταρόπα(υποκορ.) μάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρέτ’σσαη γυναίκα που είναι επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού (ορεινού τόπου θερινής βοσκής)
πεγάδι͜αβρύσες
πλουμίακεντητά ή ζωγραφιστά διακοσμητικά σχέδια, μτφ. στολίδια pluma
πλύν’πλένω/ει
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
τσαμόπαπλεξουδίτσες
φέρ’φέρνω/ει
χτήνι͜ααγελάδες
Τ’ ορταρόπα τ’ς αρνομάλλι͜α

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost