.
.
Romeika (Pontic Greek)

Λάισον

Στιχουργοί: Apolas Lermi
Συνθέτες: Apolas Lermi
Λάισον
Στιχουργοί: Apolas Lermi
Συνθέτες: Apolas Lermi
fullscreen
Απόθεν πάλ’ ευρέθες;
άμον ασπήρα ’ντώκες
Με έναν ομματέα
την καρδία μ’ έκλεψες

Λάι-λάι λάισον,
τα μὲσα σ’ πα ζούλισον
Τ’ όμορφα τα μέρια σ’
σείσον, ε πουλί μ’, σείσον

Είδα σε όμορφεσσα,
λεγνέσσα και μακρέσσα
Ένα χνούδι νου είχα,
έσυρες κι επήρες α’

Λάι-λάι λάισον,
τα μὲσα σ’ πα ζούλισον
Τ’ όμορφα τα μέρια σ’
σείσον, ε πουλί μ’, σείσον

’Κράτησες την κοτύλα μ’,
έπλωσες τα βρεχ̌είλα̤ σ’
Ύσταρο και επλώθαμ’
κι εδώκες με ντο είχ̌ες

Λάι-λάι λάισον,
τα μὲσα σ’ πα ζούλισον
Τ’ όμορφα τα μέρια σ’
σείσον, ε πουλί μ’, σείσον

Άμον κατενό νερό,
διψαγμένος εύρα σε
Έκλεισα πάλ’ τ’ ομμάτι͜α μ’,
έσυρα κ’ έπια σε

Λάι-λάι λάισον,
τα μὲσα σ’ πα ζούλισον
Τ’ όμορφα τα μέρια σ’
σείσον, ε πουλί μ’, σείσον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απόθεναπό που, από όπου
ασπήρα(μαυροθαλασσίτικο ιδίωμα) αστραπή
εδώκεςέδωσες
έπιαήπια
επλώθαμ’απλωθήκαμε
έπλωσεςάπλωσες, έτεινες το χέρι
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
έσυρεςέσυρες, τράβηξες, έριξες
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευρέθεςβρέθηκες
ζούλισον(προστ.) ζούληξε
κατενόκαθαρό
κοτύλασβέρκος
λάισον(προστ.) κούνησε πέρα-δώθε
λεγνέσσαλιγνή, λιπόσαρκη
μακρέσσα(θηλ.) επιμήκης, μακριά
μὲσα(τα) η μέση
’ντώκες(εντώκες) χτύπησες, έκανες να
ομματέαματιά
ομμάτι͜αμάτια
όμορφεσσαόμορφη
παπάλι, επίσης, ακόμα
πάλ’πάλι, ξανά
σείσον(προστ.) σείσε, κούνησε πέρα-δώθε
ύσταρο(μαυροθαλασσίτικο ιδίωμα) ύστερα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απόθεναπό που, από όπου
ασπήρα(μαυροθαλασσίτικο ιδίωμα) αστραπή
εδώκεςέδωσες
έπιαήπια
επλώθαμ’απλωθήκαμε
έπλωσεςάπλωσες, έτεινες το χέρι
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
έσυρεςέσυρες, τράβηξες, έριξες
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευρέθεςβρέθηκες
ζούλισον(προστ.) ζούληξε
κατενόκαθαρό
κοτύλασβέρκος
λάισον(προστ.) κούνησε πέρα-δώθε
λεγνέσσαλιγνή, λιπόσαρκη
μακρέσσα(θηλ.) επιμήκης, μακριά
μὲσα(τα) η μέση
’ντώκες(εντώκες) χτύπησες, έκανες να
ομματέαματιά
ομμάτι͜αμάτια
όμορφεσσαόμορφη
παπάλι, επίσης, ακόμα
πάλ’πάλι, ξανά
σείσον(προστ.) σείσε, κούνησε πέρα-δώθε
ύσταρο(μαυροθαλασσίτικο ιδίωμα) ύστερα
Λάισον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost