.
.
Καρδίας αναστέναγμαν

Κεμεντζ̌ετζ̌ή αθάνατε

Συνθέτες: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Κεμεντζ̌ετζ̌ή αθάνατε,
οπίσ’ σον Πόντον δέβα
Την κεμεντζ̌έν ποίσον σκαφίδ’
σην Τραπεζούνταν έβγα

Σ̌κέπασον με την κεμεντζ̌έ σ’
τ’ άγρι͜α μαύρα ταλγάδες
κι άκ’σον ακόμαν πώς βοούν
τα κλαίητα ας σοι μανάδες

Ση Δαφνούνταν εκχ̌ύανε
δάκρυ͜α, μοιρολοΐας
Σα χρόνι͜α τη χαλαμονής
και τ’ αποχωρισίας

Καμπάνας άλλο ’κι λαλούν,
καντήλας ’κι φωτάζ’νε
Εκέσ’ όλι͜α ντ’ εφέκαμε
κλαίνε κι αναστενάζ’νε

Στοχάστ’, τραώδ’, ποίσον ψαλμόν
ση πατρίδας τον τόπον
Η Παναΐα Σουμελά
πλερών’ τ’ εσόν τον κόπον

Σύρον τα τοξαρέας ι-σ’
ση Κομνηνών τα κάστρα
και ας εβγαίν’νε από ψηλά
τα φωταχτέρι͜α τ’ άστρα

Αγια-Σοφιά μουν έν’ στουλάρ’,
κρατεί την Τραπεζούνταν
Αγγέλ’ ολόερα πετούν,
ωρι͜άζ’νε, ’κι κοιμούνταν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
άκ’σον(προστ.) άκουσε
αναστενάζ’νεαναστενάζουν
αποχωρισίαςαποχωρισμού
δέβα(προστ.) πήγαινε
έβγα(προστ.) βγες
εβγαίν’νεβγαίνουν
εκέσ’εκεί
εκχ̌ύανεεκχύθηκαν, χύθηκαν, εξέρρευσαν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
έν’είναι
εσόνδικός/ή/ό σου
εφέκαμεαφήσαμε
καμπάνας(ον.πληθ., τα) καμπάνες
καντήλας(τη, γεν. ενικ.) καντήλας, (τα, ονομ. πληθ.) καντήλες
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌ετζ̌ήλυράρη kemençeci
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαίητακλάματα, θρήνοι
κοιμούντανκοιμούνται
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
λαλούνβγάζουν λαλιά, καλούν, αποκαλούν, προσκαλούν, οδηγούν
μοιρολοΐαςμοιρολόγια
μουνμας
ολόεραολόγυρα
οπίσ’πίσω
ΠαναΐαΠαναγιά
πλερών’πληρώνει, εκπληρώνει
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σκαφίδ’(γενικά) σκάφη, σκάφη πλυσίματος ρούχων
σ̌κέπασον(προστ.) σκέπασε
σοιστους/στις, τους/τις
στουλάρ’στύλος που βαστάζει την στέγη οικίας, μτφ. στήριγμα
στοχάστ’(προστ.) στοχάσου
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
ταλγάδεςκύματα dalga
τοξαρέαςδοξαριές
τραώδ’(προστ.) τραγούδησε
φωτάζ’νεφωτίζουν, λάμπουν
φωταχτέρι͜ααπαστράπτοντα, λαμπερά, μτφ. όμορφα
χαλαμονήςχαλασμού
ωρι͜άζ’νεπροσέχουν, φυλάνε, επιβλέπουν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
άκ’σον(προστ.) άκουσε
αναστενάζ’νεαναστενάζουν
αποχωρισίαςαποχωρισμού
δέβα(προστ.) πήγαινε
έβγα(προστ.) βγες
εβγαίν’νεβγαίνουν
εκέσ’εκεί
εκχ̌ύανεεκχύθηκαν, χύθηκαν, εξέρρευσαν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
έν’είναι
εσόνδικός/ή/ό σου
εφέκαμεαφήσαμε
καμπάνας(ον.πληθ., τα) καμπάνες
καντήλας(τη, γεν. ενικ.) καντήλας, (τα, ονομ. πληθ.) καντήλες
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌ετζ̌ήλυράρη kemençeci
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαίητακλάματα, θρήνοι
κοιμούντανκοιμούνται
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
λαλούνβγάζουν λαλιά, καλούν, αποκαλούν, προσκαλούν, οδηγούν
μοιρολοΐαςμοιρολόγια
μουνμας
ολόεραολόγυρα
οπίσ’πίσω
ΠαναΐαΠαναγιά
πλερών’πληρώνει, εκπληρώνει
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σκαφίδ’(γενικά) σκάφη, σκάφη πλυσίματος ρούχων
σ̌κέπασον(προστ.) σκέπασε
σοιστους/στις, τους/τις
στουλάρ’στύλος που βαστάζει την στέγη οικίας, μτφ. στήριγμα
στοχάστ’(προστ.) στοχάσου
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
ταλγάδεςκύματα dalga
τοξαρέαςδοξαριές
τραώδ’(προστ.) τραγούδησε
φωτάζ’νεφωτίζουν, λάμπουν
φωταχτέρι͜ααπαστράπτοντα, λαμπερά, μτφ. όμορφα
χαλαμονήςχαλασμού
ωρι͜άζ’νεπροσέχουν, φυλάνε, επιβλέπουν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost