.
.
Καρδίας αναστέναγμαν

Εγάπη μ’ έν’ ’κοδέσπαινα

Συνθέτες: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εγάπη μ’ έν’ ’κοδέσπαινα
και Κιμισ̌χαναλίσσα
Σην ψ̌ην αγνέσσα, έμορφος,
σο ταπιάτ’ αρλίσσα

Κιμισ̌χαναλίσσα έν’,
τ’ εγκαλόπον ατ’ς χουλέν’
Τραωδώ κοιμίζ’ ατεν,
φιλώ κι εγνεφίζ’ ατεν

Εγάπη μ’ έν’ ’κοδέσπαινα,
αρχόντ’σσα, προκομμέντσα
Εμπαίν’, εβγαίν’ και τραωδεί
σο κελάρ’ χαρεμέντσα

Άμον μελεσσίδ’ δουλεύ’,
τ’ οσπιτόπον τονατεύ’
Αβαράσσα ’κι απομέν’,
τραωδεί κι εμέν περ’μέν’

Η καλατσ̌ή ατ’ς νόστιμον,
τα χ̌είλι͜α τ’ς μελωμένα
Το τέρεμαν ατ’ς έν’ γλυκύν,
τ’ ομμάτι͜α τ’ς χαρεμένα

Τα χ̌είλι͜α τ’ς άμον καυκίν
έχ’νε τσιλιδί’ πλουμίν
Δί’ με φίλεμαν γλυκύν
σο κελάρ’ και σο κεπίν

Ευτάει άμον τσ̌εχέλαινα,
τερεί με απέσ’ σ’ ομμάτι͜α
Ας ση χαρά μ’ χαμοπετώ,
θαρρώ έχω γανάτι͜α

Πιτσ̌ιμλίσσα ’κι γερά,
έν’ τη ψ̌ης ι-μ’ η χαρά
Πάντα θέλ’ να μασχαρεύ’,
σίτι͜α στέκ’ εμέν τουρτεύ’

Το χατιρόπο μ’ ’κι χαλάν’,
σ̌ορσ̌ότα μερακλίσσα
Από σουμά μ’ ’κι αχπάεται
αρ’ άμον σεβταλίσσα

Κιμισ̌χαναλίσσα έν’,
σεβταλίσσα θ’ απομέν’
Τον Θεόν παρακαλώ
μετ’ ατέν να συγερώ
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αβαράσσαάεργη avare/āvāre
αγνέσσααξιοθαύμαστη, περίεργη
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
απομέν’απομένει
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρλίσσααυτή που την πιάνει εύκολα το παράπονο arlı
αρχόντ’σσααρχόντισσα
ατέναυτήν
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
αχπάεταιξεριζώνεται, ξεκολλιέται, αποκολλάται βιαίως ἐκσπάω
γανάτι͜αφτερά kanat
γεράγερνάει
γλυκύνγλυκιά/ό
δί’δίνει
δουλεύ’δουλεύει
εβγαίν’βγαίνει
εγάπηαγάπη
εγκαλόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εγνεφίζ’ξυπνάει
έμορφοςόμορφος/η
εμπαίν’μπαίνει
έν’είναι
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
έχ’νεέχουνε
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καυκίνκούπα καῦκος
κελάρ’κελάρι κελλάριον<cellarium<cella
κεπίνκήπος
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’κοδέσπαιναοικοδέσποινα
κοιμίζ’κοιμίζω/ει
μασχαρεύ’αστειεύεται, διακωμωδεί maskara/masḫara
μελεσσίδ’μέλισσα
μερακλίσσαμερακλού meraklı/merāḳ
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομμάτι͜αμάτια
οσπιτόπονσπιτάκι hospitium<hospes
περ’μέν’περιμένει
πιτσ̌ιμλίσσαόμορφη, καλοσχηματισμένη, κομψή biçimli
πλουμίνκεντητό ή ζωγραφιστό διακοσμητικό σχέδιο, μτφ. στολίδι pluma
προκομμέντσαπροκομμένη
σεβταλίσσαερωτευμένη, ερωτοχτυπημένη sevdalı
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σ̌ορσ̌όταμυθικό πελώριο πτηνό
σουμάκοντά
συγερώγερνάω μαζί με κπ
ταπιάτ’συνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
τερείκοιτάει
τέρεμανβλέμμα, κοίταγμα, μτφ. φροντίδα
τονατεύ’διακοσμώ/ει, στολίζω/ει, (για τραπέζι) στρώνω/ει μεγαλοπρεπώς, καλλωπίζω/ει donatmak
τουρτεύ’σκουντάω/ει κπ, τσιγκλάω/ει κπ, προκαλώ/ει κπ, dürtmek
τραωδείτραγουδάει
τραωδώτραγουδάω
τσ̌εχέλαιναάπειρη, ανώριμη, άβγαλτη cehil/cehl
τσιλιδί’πυρωμένου κάρβουνου εστίας
φίλεμανφιλί
χαλάν’χαλάω/ει, καταστρέφω/ει
χαμοπετώπετώ από χαρά, αναγαλλιάζω
χαρεμέναχαρούμενα
χαρεμέντσαχαρούμενη
χατιρόπο(υποκορ.) χάρη, σεβασμό, υπόληψη hatır/ḫāṭir
χουλέν’ζεσταίνει, θερμαίνει
ψ̌ηνψυχή
ψ̌ηςψυχής
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αβαράσσαάεργη avare/āvāre
αγνέσσααξιοθαύμαστη, περίεργη
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
απομέν’απομένει
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρλίσσααυτή που την πιάνει εύκολα το παράπονο arlı
αρχόντ’σσααρχόντισσα
ατέναυτήν
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
αχπάεταιξεριζώνεται, ξεκολλιέται, αποκολλάται βιαίως ἐκσπάω
γανάτι͜αφτερά kanat
γεράγερνάει
γλυκύνγλυκιά/ό
δί’δίνει
δουλεύ’δουλεύει
εβγαίν’βγαίνει
εγάπηαγάπη
εγκαλόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εγνεφίζ’ξυπνάει
έμορφοςόμορφος/η
εμπαίν’μπαίνει
έν’είναι
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
έχ’νεέχουνε
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καυκίνκούπα καῦκος
κελάρ’κελάρι κελλάριον<cellarium<cella
κεπίνκήπος
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’κοδέσπαιναοικοδέσποινα
κοιμίζ’κοιμίζω/ει
μασχαρεύ’αστειεύεται, διακωμωδεί maskara/masḫara
μελεσσίδ’μέλισσα
μερακλίσσαμερακλού meraklı/merāḳ
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομμάτι͜αμάτια
οσπιτόπονσπιτάκι hospitium<hospes
περ’μέν’περιμένει
πιτσ̌ιμλίσσαόμορφη, καλοσχηματισμένη, κομψή biçimli
πλουμίνκεντητό ή ζωγραφιστό διακοσμητικό σχέδιο, μτφ. στολίδι pluma
προκομμέντσαπροκομμένη
σεβταλίσσαερωτευμένη, ερωτοχτυπημένη sevdalı
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σ̌ορσ̌όταμυθικό πελώριο πτηνό
σουμάκοντά
συγερώγερνάω μαζί με κπ
ταπιάτ’συνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
τερείκοιτάει
τέρεμανβλέμμα, κοίταγμα, μτφ. φροντίδα
τονατεύ’διακοσμώ/ει, στολίζω/ει, (για τραπέζι) στρώνω/ει μεγαλοπρεπώς, καλλωπίζω/ει donatmak
τουρτεύ’σκουντάω/ει κπ, τσιγκλάω/ει κπ, προκαλώ/ει κπ, dürtmek
τραωδείτραγουδάει
τραωδώτραγουδάω
τσ̌εχέλαιναάπειρη, ανώριμη, άβγαλτη cehil/cehl
τσιλιδί’πυρωμένου κάρβουνου εστίας
φίλεμανφιλί
χαλάν’χαλάω/ει, καταστρέφω/ει
χαμοπετώπετώ από χαρά, αναγαλλιάζω
χαρεμέναχαρούμενα
χαρεμέντσαχαρούμενη
χατιρόπο(υποκορ.) χάρη, σεβασμό, υπόληψη hatır/ḫāṭir
χουλέν’ζεσταίνει, θερμαίνει
ψ̌ηνψυχή
ψ̌ηςψυχής

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost