.
.
Καρδίας αναστέναγμαν

Νασάν εκείνο το πουλίν

Συνθέτες: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Νασάν εκείνο το πουλίν
που ’κ’ έχτισεν φωλέαν
’Κ’ είδεν πόνον χαλαμονής,
Χάρονος μαχ̌αιρέαν

Νασάν εκείν’ το πουλόπον
ντο έν’ με το ζευγαρόπον
Χαρεμένον ση φωλέαν
κελαηδεί και κρούει φτερέαν

Εγώ έχτισα κι εχάλασα,
πολλά ’καρδοπονέθα
Χωρίς το τρυγονόπο μου
σο πέλαγος ευρέθα

Έχασα το ζευγαρόπο μ’,
εματώθεν το καρδόπο μ’
Η φωλέα μ’ ευκαιρώθεν,
η ψ̌η μ’ πόνον εγομώθεν

Έχτισα την φωλέα μου
σην ακροποταμέαν
Εθύμωσεν ο ποταμόν
κι επέρεν τη φωλέαν

Αραεύω τη φωλέαν
σο θολόν την ποταμέαν
Άγγελος χαΐντς εντώκεν
σο ψ̌όπο μ’ την μαχ̌αιρέαν

Ο ποταμόν εθόλωσεν,
άλλο ’κι κατενίζει
ν’ ευρήκω τη φωλέα μου
η ψ̌η μ’ να γαλενίζει

Αραεύω τη φωλέαν
σο λιβάδ’, σην ποταμέαν
Άγγελος χαΐντς εντώκεν
σο ψ̌όπο μ’ την μαχ̌αιρέαν

Όθεν δι͜αβαίν’ ο ποταμόν,
αχάντι͜α και τριβόλι͜α
Όθεν πάει η φωλέα μου,
λιβάδι͜α, περιβόλι͜α

Θεέ μ’, το ποτάμ’ κατέντσον
και τ’ εμόν την στράταν φώτ’σον
να ευρήκω τη φωλέαν
αρ’ σην ακροποταμέαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ακροποταμέανακροποταμιά
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύωψάχνω, αναζητώ, γυρεύω aramak
αχάντι͜ααγκάθια ἀκάνθιον, υποκορ. του ἄκανθα
γαλενίζειγαληνεύει, ηρεμεί
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
εγομώθενγέμισε
εθόλωσενθόλωσε
εθύμωσενθύμωσε
εκείν’εκείνοι/α
εματώθενματώθηκε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εντώκενχτύπησε
επέρενπήρε
ευκαιρώθενάδειασε
ευρέθαβρέθηκα
ευρήκωβρίσκω
εχάλασαχάλασα, έχωσα το χέρι
ζευγαρόποζευγαράκι
ζευγαρόπονζευγαράκι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
’καρδοπονέθα(εκαρδοπονέθα) πόνεσε η καρδιά μου
κατενίζεικαθαρίζει, ξεπλένεται, ξεθολώνει κατανίζω
κατέντσον(προστ.) καθάρισε, ξέπλενε, ξεθόλωσε κατανίζω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρούειχτυπάει κρούω
λιβάδ’λιβάδι
μαχ̌αιρέανμαχαιριά
νασάνχαρά σε
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ποτάμ’ποτάμι
ποταμέανπαραποτάμιος τόπος
πουλόπονπουλάκι
τριβόλι͜αείδος ζιζανίου (με αγκάθια) τρίβολος
τρυγονόπομικρό τρυγόνι
φτερέανφτερούγισμα
φωλέαφωλιά
φωλέανφωλιά
φώτ’σον(προστ.) φώτισε, βάπτισε
χαΐντςσκληρόκαρδος, άκαρδος hain/ḫāʾin
χαλαμονήςχαλασμού
χαρεμένονχαρούμενο
ΧάρονοςΧάρου
ψ̌ηψυχή
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ακροποταμέανακροποταμιά
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύωψάχνω, αναζητώ, γυρεύω aramak
αχάντι͜ααγκάθια ἀκάνθιον, υποκορ. του ἄκανθα
γαλενίζειγαληνεύει, ηρεμεί
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
εγομώθενγέμισε
εθόλωσενθόλωσε
εθύμωσενθύμωσε
εκείν’εκείνοι/α
εματώθενματώθηκε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εντώκενχτύπησε
επέρενπήρε
ευκαιρώθενάδειασε
ευρέθαβρέθηκα
ευρήκωβρίσκω
εχάλασαχάλασα, έχωσα το χέρι
ζευγαρόποζευγαράκι
ζευγαρόπονζευγαράκι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
’καρδοπονέθα(εκαρδοπονέθα) πόνεσε η καρδιά μου
κατενίζεικαθαρίζει, ξεπλένεται, ξεθολώνει κατανίζω
κατέντσον(προστ.) καθάρισε, ξέπλενε, ξεθόλωσε κατανίζω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρούειχτυπάει κρούω
λιβάδ’λιβάδι
μαχ̌αιρέανμαχαιριά
νασάνχαρά σε
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ποτάμ’ποτάμι
ποταμέανπαραποτάμιος τόπος
πουλόπονπουλάκι
τριβόλι͜αείδος ζιζανίου (με αγκάθια) τρίβολος
τρυγονόπομικρό τρυγόνι
φτερέανφτερούγισμα
φωλέαφωλιά
φωλέανφωλιά
φώτ’σον(προστ.) φώτισε, βάπτισε
χαΐντςσκληρόκαρδος, άκαρδος hain/ḫāʾin
χαλαμονήςχαλασμού
χαρεμένονχαρούμενο
ΧάρονοςΧάρου
ψ̌ηψυχή
ψ̌όποψυχούλα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost