.
.
Καρδίας αναστέναγμαν

Μανίτσα μ’, αραεύω σε

Συνθέτες: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Αλέξη, παίξον για τη μανίτσα μ’

♫

Μανίτσα μ’, αραεύω σε,
πολλά -ν- αροθυμώ σε
Γομούται η γούλα μ’ και πονώ
όντες αναστορώ σε

Μανίτσα μ’, πόνι͜α ση ζωή σ’
για τ’ εμέν εφορτώθες
Οψέ το βράδον σ’ όρωμα μ’
αέτσ’ εφανερώθες

Μανίτσα μ’, εσύ ντ’ έσυρες
για τ’ εμέν ’κι ανασπάλλω
Τα κόπους ι-σ’ ’κ’ επόρεσα
καμίαν ν’ απεβγάλλω

Μανίτσα μ’, έσ’νε το βοτάν’
πάντα σ’ εμόν τον πόνον
Παρηγορίαν ση ζωή μ’
εσέναν είχα μόνον

Μανίτσα μ’, η ευχ̌ή σ’ τρανόν,
αρ’ ζω και βασιλεύω
Του ήλ’ το φως εχάρτσες με,
κανέναν ’κι ζελεύω

Μανίτσα μ’, κοιμέθ’, αναπάγ’,
εχάρες τ’ εγγονόπα σ’
Έρθες κι εδέβες ση ζωήν,
σο γιάνι σ’ τα παιδόπα σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
αναπάγ’(προστ.) αναπαύσου
ανασπάλλωξεχνώ
αναστορώθυμάμαι, αναπολώ
απεβγάλλωξεπληρώνω, ανταποδίδω, επανορθώνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύωψάχνω, αναζητώ, γυρεύω aramak
αροθυμώνοσταλγώ
βράδονβράδυ
γιάνιπλάι, πλευρό yan
γομούταιγεμίζει, βουρκώνει, κομπιάζει
γούλαλαιμός gula
εγγονόπαεγγονάκια
εδέβεςπέρασες, έφυγες, διάβηκες διαβαίνω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επόρεσαμπόρεσα
έρθεςήρθες
έσ’νεήσουν
έσυρεςέσυρες, τράβηξες, έριξες
εφανερώθεςφανερώθηκες
εφορτώθεςφορτώθηκες
εχάρεςχάρηκες
εχάρτσεςχάρισες
ζελεύωζηλεύω
ήλ’ήλιου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοιμέθ’(προστ.) κοιμήσου
όντεςόταν
όρωμαόνειρο
οψέχθες
παιδόπαπαιδάκια
παίξον(προστ.) παίξε
παρηγορίανπαρηγοριά
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πόνι͜απόνοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
αναπάγ’(προστ.) αναπαύσου
ανασπάλλωξεχνώ
αναστορώθυμάμαι, αναπολώ
απεβγάλλωξεπληρώνω, ανταποδίδω, επανορθώνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύωψάχνω, αναζητώ, γυρεύω aramak
αροθυμώνοσταλγώ
βράδονβράδυ
γιάνιπλάι, πλευρό yan
γομούταιγεμίζει, βουρκώνει, κομπιάζει
γούλαλαιμός gula
εγγονόπαεγγονάκια
εδέβεςπέρασες, έφυγες, διάβηκες διαβαίνω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επόρεσαμπόρεσα
έρθεςήρθες
έσ’νεήσουν
έσυρεςέσυρες, τράβηξες, έριξες
εφανερώθεςφανερώθηκες
εφορτώθεςφορτώθηκες
εχάρεςχάρηκες
εχάρτσεςχάρισες
ζελεύωζηλεύω
ήλ’ήλιου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοιμέθ’(προστ.) κοιμήσου
όντεςόταν
όρωμαόνειρο
οψέχθες
παιδόπαπαιδάκια
παίξον(προστ.) παίξε
παρηγορίανπαρηγοριά
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πόνι͜απόνοι
Σημειώσεις
Για την μάννα μ’ την Βρύδην. Ελαφρόν το χώμαν ατ’ς.
Αγροσυκιά 1991, Θεόδωρος (Μίμης) Τσελεπίδης

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost