.
.
Τη ψ̌ης γαλήνεμαν

Εσέν θέλω

fullscreen
Τ’ αρνόπο μ’ λαΐζ’ το ξυλάγγ’
κι εγώ θα πίνω τάν’ -ι
Εσένα ντο εγάπεσα
νασάν εμέν, νασάν -ι

Έμορφον και καλόν
το εσ̌όπο μ’ το μικρόν
Έμορφος έν’ και καλέσσα,
πολλά εργατικέσσα

Κόφτω τα ξύλα απέσ’ σ’ ορμάν’
κι ευτάει το σ̌ελεκόπον
Αρνί μ’, θ’ απονεγκάζω σε,
έλα έμπα σ’ εγκαλιόπο μ’

Έμορφον και καλόν
το εσ̌όπο μ’ το μικρόν
Έμορφος έν’ και καλέσσα,
πολλά εργατικέσσα

Ευτάει με ζούμωτρον ψωμίν,
ξύγαλα, τσ̌αχλαμάδες
Εσέν, πουλί μ’, ’κι αλλάζω σε
ση κοσμί’ τα παράδες

Έμορφον και καλόν
το εσ̌όπο μ’ το μικρόν
Έμορφος έν’ και καλέσσα,
πολλά εργατικέσσα

Έμορφον και καλόν
το εσ̌όπο μ’ το μικρόν
Έμορφος έν’ και καλέσσα,
πολλά εργατικέσσα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
απονεγκάζωξεκουράζω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
εγάπεσααγάπησα
εγκαλιόποαγκαλίτσα
έμορφονόμορφο
έμορφοςόμορφος/η
έμπα(προστ.) μπες
έν’είναι
εσ̌όπο(υποκορ.) ταίρι, έτερο ήμισυ, σύντροφος eş + -όπον
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ζούμωτρονη σκάφη του ζυμώματος
καλέσσακαλή
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοσμί’κόσμου
κόφτωκόβω
λαΐζ’κουνάω/ει πέρα-δώθε
νασάνχαρά σε
ξύγαλαξινόγαλο ὀξύγαλα
ξυλάγγ’ξύλινο αγγείο στο οποίο γίνεται μέσω ανακίνησης ο διαχωρισμός του βούτυρου από το γάλα ή από το γιαούρτι
ορμάν’δάσος orman
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σ̌ελεκόπον(υποκορ.) φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο + -όπον
τάν’το υγρό υπόλειμμα ορού γάλακτος ή κρέμας μετά το ανακάτεμα του βουτύρου Թան (tan)=λιώνω, ρέω
τσ̌αχλαμάδεςαριάνια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
απονεγκάζωξεκουράζω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
εγάπεσααγάπησα
εγκαλιόποαγκαλίτσα
έμορφονόμορφο
έμορφοςόμορφος/η
έμπα(προστ.) μπες
έν’είναι
εσ̌όπο(υποκορ.) ταίρι, έτερο ήμισυ, σύντροφος eş + -όπον
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ζούμωτρονη σκάφη του ζυμώματος
καλέσσακαλή
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοσμί’κόσμου
κόφτωκόβω
λαΐζ’κουνάω/ει πέρα-δώθε
νασάνχαρά σε
ξύγαλαξινόγαλο ὀξύγαλα
ξυλάγγ’ξύλινο αγγείο στο οποίο γίνεται μέσω ανακίνησης ο διαχωρισμός του βούτυρου από το γάλα ή από το γιαούρτι
ορμάν’δάσος orman
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σ̌ελεκόπον(υποκορ.) φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο + -όπον
τάν’το υγρό υπόλειμμα ορού γάλακτος ή κρέμας μετά το ανακάτεμα του βουτύρου Թան (tan)=λιώνω, ρέω
τσ̌αχλαμάδεςαριάνια

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost