.
.
Αλησμόνητες πατρίδες

Πολλά χρόνια εδέβανε/Όλα τα τριαντάφυλλα/Όλια τα κάστρα

Πολλά χρόνια εδέβανε/Όλα τα τριαντάφυλλα/Όλια τα κάστρα
fullscreen
Πολλά χρόνα̤ εδέβανε,
’κι ξέρω αν θα ’λέπω
τα μέρι͜α ντ’ εγεννέθαμε
με δακρόπα να βρέχω

♫

Έλα, ποδεδίζω σε!
Ψένω ωβόν και δίγω σε
[Έλα μετ’ εμέν]
Κι αν ωρι͜άεις τα πρόβατα
τη Λαμπρήν θ’ αντρίζω σε
[Έλα μετ’ εμέν]

♫

Όλια τα τριαντάφυλλα
απέσ’ σην καρδι͜ά σ’ κείνταν
Ατά που θα μυρίσ̌κεται
τα χρόνια τ’ ’κι τελείνταν

Σο χάραμαν τ’ ανατολής
τ’ αρνόπο μ’ επιδέβεν
Κι ούσνα θ’ εκαλοτέρ’να ’το
ραχ̌όπα επιδέβεν

♫

Όλια τα κάστρα είδα
κι όλια γύρισα [γιαρ]
Κι άμον του ήλ’ το κάστρον
κάστρον ’κ’ έτονε
Σεράντα πόρτας είχ̌εν
κι όλια χάλκηνα [γιαρ]
Κι εξήντα παραθύρα̤
κι όλια σίδερα

Κι ένας μικρός Τουρκίτσος
ρωμιογύριστος [γιαρ]
το κάστρον τριγυρίζει
και μοιρολογά
κι η κόρ’ απέσ’ ακούει
και καρδοπονά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αντρίζωβρίσκω άντρα, παντρεύω/ομαι
απέσ’μέσα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατάαυτά
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
δακρόπα(υποκορ.) δάκρυα
δίγωδίνω
εγεννέθαμεγεννηθήκαμε
εδέβανε(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
εκαλοτέρ’νακαλοκοιτούσα, ξανακοιτούσα
επιδέβενέφυγε, άφησε πίσω, προσπέρασε, ξεπέρασε
έτονεήταν
ήλ’ήλιου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κείντανκείτονται, ξαπλώνουν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’λέπω(ελέπω) βλέπω
μέρι͜αμέρη
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μυρίσ̌κεταιμυρίζει κτ, , οσφραίνεται
όλιαόλα
ούσναμέχρι που, έως ότου
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
ραχ̌όπαραχούλες, βουνά
ρωμιογύριστοςχριστιανός που έγινε μουσουλμάνος
σεράντασαράντα
τελείνταν(αμτβ.) τελειώνουν, εξαντλούνται, μτφ. πεθαίνουν
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
χρόνα̤χρόνια
ψένωψήνω
ωβόναβγό
ωρι͜άειςπροσέχεις, φυλάς, επιβλέπεις
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αντρίζωβρίσκω άντρα, παντρεύω/ομαι
απέσ’μέσα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατάαυτά
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
δακρόπα(υποκορ.) δάκρυα
δίγωδίνω
εγεννέθαμεγεννηθήκαμε
εδέβανε(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
εκαλοτέρ’νακαλοκοιτούσα, ξανακοιτούσα
επιδέβενέφυγε, άφησε πίσω, προσπέρασε, ξεπέρασε
έτονεήταν
ήλ’ήλιου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κείντανκείτονται, ξαπλώνουν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’λέπω(ελέπω) βλέπω
μέρι͜αμέρη
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μυρίσ̌κεταιμυρίζει κτ, , οσφραίνεται
όλιαόλα
ούσναμέχρι που, έως ότου
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
ραχ̌όπαραχούλες, βουνά
ρωμιογύριστοςχριστιανός που έγινε μουσουλμάνος
σεράντασαράντα
τελείνταν(αμτβ.) τελειώνουν, εξαντλούνται, μτφ. πεθαίνουν
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
χρόνα̤χρόνια
ψένωψήνω
ωβόναβγό
ωρι͜άειςπροσέχεις, φυλάς, επιβλέπεις
Πολλά χρόνια εδέβανε/Όλα τα τριαντάφυλλα/Όλια τα κάστρα
Σημειώσεις
α) Στίχοι: Βασούλα Ευθυμιάδου - Νίκος Τσιμαχίδης, Μουσική: Παραδοσιακό,
β) Στίχοι - Μουσική: Παραδοσιακό,
γ) Στίχοι - Μουσική: Παραδοσιακό

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost