.
.
Αλησμόνητες πατρίδες

Ο Κωστίκας κι ο Γιωρίκας

Ο Κωστίκας κι ο Γιωρίκας
fullscreen
Ο Κωστίκας κι ο Γιωρίκας
έπαιζανε ση Μαρίκας
Άμον παλαλά σ̌κυλία
έτρεχαν απέσ’ σ’ ορμία

Λέει ο Κώτσ̌ος ση Μαρίκαν
«Ξάι μη τερείς τον Γιωρίκαν!
Ατός έν’ πολλά μικρός
κι αΐκον φαρμάκ’ μη τρως»

Έλα, έλα μετ’ εμέν
και κανείς χαπέρ’ μη παίρ’
Ίλιαμ ατός ο Γιωρίκας
ας πάει κρούει την τσ̌αλτίκαν

Ο Κώτσ̌ον ο πονηρόν
εγέντονε αλεπόν
Θα πάει κλέφτ’ και την κοσσάραν,
ν’ αηλί τ’ ατεινές τα χάλι͜α!

Κλαίει η μάνα τ’ς αποπέσ’.
«Ατός δουλείαν πα ’κ’ έχ̌’!
Έν’ τεμπέλτς, αφορισμένος
και πολλά καταραμένος»

Ο Κωστίκας κι η Μαρίκα
κρού’ν ατώρα την τσ̌αλτίκαν
Έτον πολλά πονηρός,
εγέντον ατός γαμπρός
Έτον πολλά πονηρός,
ο Κωστίκας έν’ γαμπρός
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αΐκοντέτοιο/α
αλεπόναλεπού
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αποπέσ’από μέσα
ατεινέςαυτηνής
ατόςαυτός
ατώρατώρα
δουλείανδουλειά
εγέντονέγινε
εγέντονεέγινε
έν’είναι
έτονήταν
έχ̌’έχει
ίλιαμπροπαντώς, ιδιαίτερα, ειδικά illa/illā
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κλέφτ’κλέβω/ει
κοσσάρανκότα
κρούειχτυπάει κρούω
κρού’νχτυπούν κρούω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξάικαθόλου
ορμίαρυάκια, ρεματιές
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’παίρνω/ει
παλαλάτρελά, τρέλες
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τεμπέλτςτεμπέλης tembel/tenbel
τερείςκοιτάς
τσ̌αλτίκαντσιλίκι, παιχνίδι που παίζεται με ένα μακρύ δοκάρι που τοποθετείται σε λάκκο ή ανάμεσα δύο παράλληλων λίθων και υψώνεται ράβδος και έπειτα εκσφενδονίζεται με ένα δεύτερο χτύπημα
χαπέρ’είδηση, νέο haber/ḫaber
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αΐκοντέτοιο/α
αλεπόναλεπού
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αποπέσ’από μέσα
ατεινέςαυτηνής
ατόςαυτός
ατώρατώρα
δουλείανδουλειά
εγέντονέγινε
εγέντονεέγινε
έν’είναι
έτονήταν
έχ̌’έχει
ίλιαμπροπαντώς, ιδιαίτερα, ειδικά illa/illā
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κλέφτ’κλέβω/ει
κοσσάρανκότα
κρούειχτυπάει κρούω
κρού’νχτυπούν κρούω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξάικαθόλου
ορμίαρυάκια, ρεματιές
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’παίρνω/ει
παλαλάτρελά, τρέλες
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τεμπέλτςτεμπέλης tembel/tenbel
τερείςκοιτάς
τσ̌αλτίκαντσιλίκι, παιχνίδι που παίζεται με ένα μακρύ δοκάρι που τοποθετείται σε λάκκο ή ανάμεσα δύο παράλληλων λίθων και υψώνεται ράβδος και έπειτα εκσφενδονίζεται με ένα δεύτερο χτύπημα
χαπέρ’είδηση, νέο haber/ḫaber
Ο Κωστίκας κι ο Γιωρίκας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost