.
.
Πισάγκωνα δεμένος

Έτον εμορφανάλλαχτος

Έτον εμορφανάλλαχτος
fullscreen
Έτον εμορφανάλλαχτος,
τ’ όνεμαν ατ’ς ’κι λέγω
Αθάρρετος και νόστιμος
θυμούμαι ατεν και κλαίγω

Η τσάμι͜α με τ’ αναλλαγάδ’
βοτρύδ’ κι αμπελοκλάδιν
Γλυκέα εχ̌υμίουτον
σ’ ωμίν και σ’ εμπροκάρδιν

Τ’ αγνόν τ’ ομματοτέρεμαν,
τη ψ̌ης η καλοσύνι͜α,
τη θάλασσας και τ’ ουρανού
η απεραντοσύνι͜α

Ατό τ’ απέραντον η ψ̌η
τα γερανέα ομμάτι͜α
την καρδι͜ά μ’ ετογράεψαν
κι εποίκανε κομμάτι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγνόναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
αθάρρετοςάτολμος/η, συνεσταλμένος/η
αναλλαγάδ’γιορτινή/καλή ενδυμασία
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
βοτρύδ’τσαμπί
γερανέαγαλάζια
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
εμορφανάλλαχτοςο/η παρουσιαζόμενος/η ωραίος/α με καλή ενδυμασία
εμπροκάρδινστήθος, αυτό που βρίσκεται μπροστά από την καρδιά
εποίκανεέκαναν, έφτιαξαν ποιέω-ῶ
ετογράεψανκομμάτιασαν doğramak
έτονήταν
εχ̌υμίουτονγλιστρούσε προς τα κάτω, κατολίσθαινε χύμα
θυμούμαιθυμάμαι
καλοσύνι͜ακαλοσύνη
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ομμάτι͜αμάτια
όνεμανόνομα
τσάμι͜απλεξούδα
ψ̌ηψυχή
ψ̌ηςψυχής
ωμίνώμος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγνόναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
αθάρρετοςάτολμος/η, συνεσταλμένος/η
αναλλαγάδ’γιορτινή/καλή ενδυμασία
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
βοτρύδ’τσαμπί
γερανέαγαλάζια
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
εμορφανάλλαχτοςο/η παρουσιαζόμενος/η ωραίος/α με καλή ενδυμασία
εμπροκάρδινστήθος, αυτό που βρίσκεται μπροστά από την καρδιά
εποίκανεέκαναν, έφτιαξαν ποιέω-ῶ
ετογράεψανκομμάτιασαν doğramak
έτονήταν
εχ̌υμίουτονγλιστρούσε προς τα κάτω, κατολίσθαινε χύμα
θυμούμαιθυμάμαι
καλοσύνι͜ακαλοσύνη
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ομμάτι͜αμάτια
όνεμανόνομα
τσάμι͜απλεξούδα
ψ̌ηψυχή
ψ̌ηςψυχής
ωμίνώμος
Έτον εμορφανάλλαχτος

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost