.
.
Ανθοπιδεβασέας

Το τουλουμόπον

Το τουλουμόπον
fullscreen
Γλυκέα ο Μήτκας έπαιζεν
πάντα το τουλουμόπον
Νυφόπα εχαρεντέριζεν
με το ζιλ το λαλόπον

Απάν’ σ’ αλώνι͜α ’γούρευεν
χορόντας μερακλία
κι όλα τα τραγωδίας ατ’
έμορφα σεβνταλία

Σο πανοΰρ’ και σο χορόν
ολόερα τ’ κορτσόπα
Καλόγνωμος ’κ’ εχάλαν’νεν
καμίαν χατιρόπα

Παράδες εγαζάνευεν
κι άμον ζεγκίντς εζήν’νεν
Σο μουχαπέτ’ και σο χορόν
τα παλαλά τ’ εποίν’νεν

Ο σύντροφος ατ’ σην ζωήν
έτον το τουλουμόπον
Έσπιγγεν κι ετσιμπόνιζεν
άμον χαράς πουλόπον

Μήτκα, σο τουλουμόπο σου
κρέμασον ζινιχ̌όπα
Ωρι͜άσον ομματι͜άζ’νε σε
τη χώρας τα κορτσόπα/νυφόπα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
’γούρευεν(εγούρευεν) έστηνε, τακτοποιούσε, οργάνωνε kurmak
εγαζάνευενκέρδιζε, αποκτούσε πλούτο kazanmak
εζήν’νενζούσε
έμορφαόμορφα
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
έσπιγγενέσφιγγε
έτονήταν
ετσιμπόνιζενανέβλυζε με ορμή, (μουσ.) έκανε τα τσιμπόνια του αγγείου να πάλλονται
εχάλαν’νενχαλούσε
εχαρεντέριζενχαροποιούσε, ψυχαγωγούσε
ζεγκίντςπλούσιος zengin/sengīn
ζιλοι ψιλά κουρδισμένες χορδές της λύρας, το οξύφωνα κουρδισμένο όργανο zil
ζινιχ̌όπαμικρά στολίδια ziynet/zīnet
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλόγνωμοςαυτός που έχει καλή γνώμη, ήπιος, προσηνής
καμίανποτέ
κορτσόπακοριτσάκια
κρέμασονκρέμασε (προστ.)
λαλόπονλαλιά, φωνή
μερακλίαμε μεράκι, με ιδιαίτερο ζήλο meraklı/merāḳ
μουχαπέτ’κουβέντα, φιλική συνομιλία, συνεκδ. φιλική συνεστίαση (συνήθως μετά μουσικής) muhabbet/maḥabbet
νυφόπανυφούλες
ολόεραολόγυρα
ομματι͜άζ’νεματιάζουν
παλαλάτρελά, τρέλες
πανοΰρ’πανηγύρι
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πουλόπονπουλάκι
σεβνταλίαερωτοχτυπημένα, ερωτευμένα, ερωτικά sevdalı
τουλουμόπο(υποκορ.) άσκαυλος, αγγείο tulum
τουλουμόπονπαραδοσιακό πνευστό μουσικό όργανο, αποτελούμενο από ασκό και από ξύλινο μέρος tulum
τραγωδίαςτραγούδια
χορόντας(ονομ. τα) χοροί, (αιτ.) χορούς
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ωρι͜άσον(προστ.) πρόσεξε, φύλαξε, φυλάξου
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
’γούρευεν(εγούρευεν) έστηνε, τακτοποιούσε, οργάνωνε kurmak
εγαζάνευενκέρδιζε, αποκτούσε πλούτο kazanmak
εζήν’νενζούσε
έμορφαόμορφα
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
έσπιγγενέσφιγγε
έτονήταν
ετσιμπόνιζενανέβλυζε με ορμή, (μουσ.) έκανε τα τσιμπόνια του αγγείου να πάλλονται
εχάλαν’νενχαλούσε
εχαρεντέριζενχαροποιούσε, ψυχαγωγούσε
ζεγκίντςπλούσιος zengin/sengīn
ζιλοι ψιλά κουρδισμένες χορδές της λύρας, το οξύφωνα κουρδισμένο όργανο zil
ζινιχ̌όπαμικρά στολίδια ziynet/zīnet
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλόγνωμοςαυτός που έχει καλή γνώμη, ήπιος, προσηνής
καμίανποτέ
κορτσόπακοριτσάκια
κρέμασονκρέμασε (προστ.)
λαλόπονλαλιά, φωνή
μερακλίαμε μεράκι, με ιδιαίτερο ζήλο meraklı/merāḳ
μουχαπέτ’κουβέντα, φιλική συνομιλία, συνεκδ. φιλική συνεστίαση (συνήθως μετά μουσικής) muhabbet/maḥabbet
νυφόπανυφούλες
ολόεραολόγυρα
ομματι͜άζ’νεματιάζουν
παλαλάτρελά, τρέλες
πανοΰρ’πανηγύρι
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πουλόπονπουλάκι
σεβνταλίαερωτοχτυπημένα, ερωτευμένα, ερωτικά sevdalı
τουλουμόπο(υποκορ.) άσκαυλος, αγγείο tulum
τουλουμόπονπαραδοσιακό πνευστό μουσικό όργανο, αποτελούμενο από ασκό και από ξύλινο μέρος tulum
τραγωδίαςτραγούδια
χορόντας(ονομ. τα) χοροί, (αιτ.) χορούς
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ωρι͜άσον(προστ.) πρόσεξε, φύλαξε, φυλάξου
Το τουλουμόπον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost