.
.
Ο Πόντος περιμένει

Νε κουτσ̌ή μελαχρινή

Νε κουτσ̌ή μελαχρινή
fullscreen
Νε κουτσ̌ή μελαχρινή,
μόνασον με έναν βραδήν
Άψον τ’ άψιμον, άψον
κι όλα̤ τα ξύλας κάψον

Ωχ! ν’ αηλί εμέν, ν’ αηλί!
σο κιφάλι μ’ κάτ’ λαλεί
Τ’ έμορφον που θα φιλεί
πάντα θα παρακαλεί
[Τρώγω το Θεό σ’, πουλί μ’!]

Λένε με, ξαν λένε με,
«αγαπάς την έμορφον!
Π’ έχ̌’ τα μὲσα τα λεγνά,
τα μαλλία τα ξανθά/μαύρα»
[Τρώω το Θεό σ’, πουλί μ’!]

Έλα, πουλί μ’, λέγω σε
και να ποδεδίζω σε
Σο κρεβάτι σ’ έπαρ’ με
να χαρεντερίζω σε
[Τρώω το Θεό σ’, πουλί μ’!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άψιμονφωτιά
άψον(προστ.) άναψε
βραδήνβράδυ
έμορφονόμορφο
έπαρ’(προστ.) πάρε
έχ̌’έχει
κάψον(προστ.) κάψε
κιφάλικεφάλι
κουτσ̌ήκόρη
λαλείβγάζει λαλιά, καλεί, αποκαλεί, προσκαλεί, οδηγεί
λεγνάλιγνά
μὲσα(τα) η μέση
μόνασον(προστ.) φιλοξένησε για διανυκτέρευση
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ξανπάλι, ξανά
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
χαρεντερίζωχαροποιώ, ψυχαγωγώ
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άψιμονφωτιά
άψον(προστ.) άναψε
βραδήνβράδυ
έμορφονόμορφο
έπαρ’(προστ.) πάρε
έχ̌’έχει
κάψον(προστ.) κάψε
κιφάλικεφάλι
κουτσ̌ήκόρη
λαλείβγάζει λαλιά, καλεί, αποκαλεί, προσκαλεί, οδηγεί
λεγνάλιγνά
μὲσα(τα) η μέση
μόνασον(προστ.) φιλοξένησε για διανυκτέρευση
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ξανπάλι, ξανά
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
χαρεντερίζωχαροποιώ, ψυχαγωγώ
Νε κουτσ̌ή μελαχρινή

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost