.
.
Όλον τον κόσμον εγύρτσα

Τ’ αραπάς ι-μ’ τα τεκίρι͜α

Τ’ αραπάς ι-μ’ τα τεκίρι͜α
fullscreen
Ακεί πέρα σο ρακάν’
ελάστα όλον τ’ ορμάν’
Ετέλεσα το σ̌ελέκ’,
κατήβασον το λετσ̌έκ’

Τ’ αραπάς ι-μ’ τα τεκίρι͜α
εκυλίανε σ’ ορμία
Το γομάρ’ τρανόν έτον
εφορτώθ’ ατο σ’ ωμία μ’

Ν’ αηλί εμέν, ν’ αηλί εμέν
κανείς εμέν ’κι αναμέν’
Νέ μανίτσα, νέ εγάπ’,
ποίος θα δί’ με τσ̌οάπ’;

Πίνω το ρακίν, πίνω,
το ψ̌όπο μου κατενίζ’
Κρού’ν σο νου μ’ τα μέρι͜α μουν,
θάλασσα Καραντενίζ
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ακείεκεί
αναμέν’περιμένει
αραπάςάμαξας araba
γομάρ’φορτίο (από ξύλο ή χόρτα) που το έφεραν στην πλάτη ή στην ράχη ζώου
δί’δίνει
εγάπ’αγάπη
ελάσταπεριφέρθηκα, τριγύρισα, περιπλανήθηκα ἀλάομαι/ηλάσκω
έτονήταν
Καραντενίζη Μαύρη Θάλασσα Karadeniz
κατενίζ’καθαρίζω/ει, ξεπλένω/ει, ξεθολώνω/ει κατανίζω
κατήβασον(προστ.) κατέβασε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρού’νχτυπούν κρούω
λετσ̌έκ’γυναικείο μαντίλι που χρησίμευε ως κάλυμμα κεφαλής δεμένο σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
μέρι͜αμέρη
μουνμας
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νέούτε ne
ορμάν’δάσος orman
ορμίαρυάκια, ρεματιές
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
ρακάν’γήλοφος
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σ̌ελέκ’φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
τεκίρι͜ατροχοί teker
τσ̌οάπ’απόκριση, αναφορά cevap/cevāb
ψ̌όποψυχούλα
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ακείεκεί
αναμέν’περιμένει
αραπάςάμαξας araba
γομάρ’φορτίο (από ξύλο ή χόρτα) που το έφεραν στην πλάτη ή στην ράχη ζώου
δί’δίνει
εγάπ’αγάπη
ελάσταπεριφέρθηκα, τριγύρισα, περιπλανήθηκα ἀλάομαι/ηλάσκω
έτονήταν
Καραντενίζη Μαύρη Θάλασσα Karadeniz
κατενίζ’καθαρίζω/ει, ξεπλένω/ει, ξεθολώνω/ει κατανίζω
κατήβασον(προστ.) κατέβασε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρού’νχτυπούν κρούω
λετσ̌έκ’γυναικείο μαντίλι που χρησίμευε ως κάλυμμα κεφαλής δεμένο σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
μέρι͜αμέρη
μουνμας
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νέούτε ne
ορμάν’δάσος orman
ορμίαρυάκια, ρεματιές
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
ρακάν’γήλοφος
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σ̌ελέκ’φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
τεκίρι͜ατροχοί teker
τσ̌οάπ’απόκριση, αναφορά cevap/cevāb
ψ̌όποψυχούλα
ωμίαώμοι
Τ’ αραπάς ι-μ’ τα τεκίρι͜α

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost