.
.
Ψηλά κράτ’ τ’ όνομα σ’

Την κάλη μ’ είδα σ’ όρωμα μ’

Την κάλη μ’ είδα σ’ όρωμα μ’
fullscreen
Την κάλη μ’ είδα σ’ όρωμα μ’,
τσ̌ιτσ̌έκια φορτωμέντσα
Θαρρείς εχαμοπέτανεν,
έτονε χαρεμέντσα

Είπε με -ν- «Άλλο μη πονείς,
να είσαι χαρεμένος!
Αβούτ’ ο κόσμον αέτσ’ έν’
από Θεού πλασμένος»

Το πρόσωπον ατ’ς έλαμπεν,
αστρόπον φωταγμένον
Η φορεσία τ’ς πλουμιστόν,
τσ̌ιτσ̌έκ’ σκουντουλιγμένον

Είπε με -ν- «Άλλο μη πονείς,
να είσαι χαρεμένος!
Αβούτ’ ο κόσμον αέτσ’ έν’
από Θεού πλασμένος»

Εποίκα να σουμών’ ατεν,
εφάνθε με αγνέσσα
Σον ουρανόν επέταξεν,
ν’ αηλί εμέν, εγνέφ’σα!

Είπε με -ν- «Άλλο μη πονείς,
να είσαι χαρεμένος!
Αβούτ’ ο κόσμον αέτσ’ έν’
από Θεού πλασμένος»
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αβούτ’αυτό/ή, αυτοί/ές/ά
αγνέσσααξιοθαύμαστη, περίεργη
αέτσ’έτσι
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αστρόποναστεράκι
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
εγνέφ’σαξύπνησα
έν’είναι
επέταξενπέταξε
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
έτονεήταν
εφάνθεφάνηκε
εχαμοπέτανενπετούσε από χαρά, αναγάλλιαζε
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όρωμαόνειρο
πλουμιστόνστολισμένο, διακοσμημένο με ζωγραφιές ή κεντήματα, πολύχρωμο pluma
σκουντουλιγμένονευωδιασμένο, μοσχοβολιστό
σουμών’σιμώνει, πλησιάζει
τσ̌ιτσ̌έκ’λουλούδι çiçek
τσ̌ιτσ̌έκιαλουλούδια çiçek
φορεσίαφορεσιά, ένδυση
φορτωμέντσαφορτωμένη
φωταγμένονφωτισμένο, λαμπερό
χαρεμένοςχαρούμενος
χαρεμέντσαχαρούμενη
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αβούτ’αυτό/ή, αυτοί/ές/ά
αγνέσσααξιοθαύμαστη, περίεργη
αέτσ’έτσι
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αστρόποναστεράκι
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
εγνέφ’σαξύπνησα
έν’είναι
επέταξενπέταξε
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
έτονεήταν
εφάνθεφάνηκε
εχαμοπέτανενπετούσε από χαρά, αναγάλλιαζε
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όρωμαόνειρο
πλουμιστόνστολισμένο, διακοσμημένο με ζωγραφιές ή κεντήματα, πολύχρωμο pluma
σκουντουλιγμένονευωδιασμένο, μοσχοβολιστό
σουμών’σιμώνει, πλησιάζει
τσ̌ιτσ̌έκ’λουλούδι çiçek
τσ̌ιτσ̌έκιαλουλούδια çiçek
φορεσίαφορεσιά, ένδυση
φορτωμέντσαφορτωμένη
φωταγμένονφωτισμένο, λαμπερό
χαρεμένοςχαρούμενος
χαρεμέντσαχαρούμενη
Την κάλη μ’ είδα σ’ όρωμα μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost