.
.
Η καμπάνα του Πόντου

Η Σάντα η περήφανος

Η Σάντα η περήφανος
fullscreen
Η Σάντα η περήφανος,
η δεισοποτισμέντσα,
οπίσ’ ας σην Γαλίαναν
μοιρολογά και έρ’ται
Εντάμωσαν την Όλασσαν
ση Τρίχας το γεφύρι,
επέρνιξανε το ποτάμ’
και με τοι άλλτς ενώθαν
Εσ’κώθεν θρήνος και κλαυθμός
την ώραν ντ’ ενταμώθαν
Τα δέντρα εχαμήλωσαν
κι εντούναν τα κλαδία,
τα πέτρας ενεστέναζαν
κι έκλαιγαν τα ποτάμι͜α
Κι η Σουμελά, κι ο Βαζελώντς,
κι ο Περιστερεώτας
πάγ’ν εμπροστά και ευλογούν,
πάγ’ν αποπίσ’ και κλαίγ’νε
Κλαίγ’νε τα τόπ’ς π’ επέθαναν,
τ’ ανθρώπ’ς π’ εμαυροζήν’ναν
Έφτασαν απάν’ σο Τουμπίν,
η θάλασσα εφάνθεν
Ας σο Τουμπίν ως το Γεφύρ’
ο τόπον εγομώθεν
σταυρά και εξαπτέρυγα
χρυσά και ασημένια
Και ’κ’ έσανε μόνον χρυσά,
έσανε και ξυλένια!
Μαύρα άμον τη θανατί’,
τρανά άμον τη Χάρου
Αντικρύζει ατ’ς η θάλασσα,
κι ανατριχι͜άζ’ το κύμαν
Αφροί πίσσα εγέντανε
και το νερόν κατράμι
Εσ̌κέπασανε το γιαλόν
σαντάλια και καράβι͜α,
τα λαλλάτσ̌ι͜α τ’ ακρογιαλί’
και τη γιαλού τα πέτρας
ούλια ανθρώπ’ εγέντανε
κι εκχ̌ύγαν  σην Δαφνούνταν
Εκχ̌ύγαν σον Αε-Γοργόρ’
και σην Αε-Μαρίναν
και κι άλλο πλάν σην ’Παπαντήν
και σο παλιόν τον Μώλον
Η θάλασσα σ’ Εξώτειχα
άλλα κουνίζ’ καράβι͜α
Άλλα σαντάλια έραξαν
σ’ έρημον το γιαλόν ατ’ς
και το φαρδύν και το πλατύν
εείνο περιγιάλι
’κ’ εφαίνουτον ας σοι ανθρώπ’ς,
π’ εξέβαν ας σα βίας
Εκεί άραξεν το Σινάπ’,
τοι καραβιών η μάνα
Εκεί άραξεν το Σαμψόν
το θαλασσοδαρμένον
Έμπρι͜α έχ̌’ την Αμάσειαν
κι οπίσ’ έρ’ται η Μπάφρα
με τ’ ούλια τα αρχοντικά
τη κάμπου τα χωρία
Η Ορτού, η παντέμορφη
η χρυσονοικοκύρα
Η Ούνγια το θαλασσοπούλ’,
η Ούνγια η μικρέσσα
Η Κερασούντα η χλοερή,
η λεφτοκαρομάνα
Η Τρίπολη που στέκ’ ψηλά,
τη θάλασσας αφέντρι͜α
Η Ελεβή, το ήσυχον
μικρόν θαλασσοχώρι
Τα Πλάτανα με το τρανόν
και ξακουστόν λιμάνι
Ούλια ατά τ’ ατίμετα,
τ’ άξια χρυσοπούλια,
άμον κορώνας ντ’ έδεξεν
ο λίβας κι η φουρτούνα
έφυγαν, έρθαν, ’κάτσανε
σ’ Εξώτειχα σην στράταν
Σην στράταν τη Καστρόπορτας,
ντο σύρ’ κι εμπαίν’ σον Κάστρεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άλλτςάλλους
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανθρώπ’άνθρωποι
ανθρώπ’ςανθρώπους
απάν’πάνω
αποπίσ’από πίσω
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατάαυτά
ατ’ςαυτής, της
γεφύρ’γέφυρα, γεφύρι
δεισοποτισμέντσαη «ποτισμένη»-καλυπτόμενη πλήρως από την ομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
εγέντανεέγιναν
εγομώθενγέμισε
έδεξενέδιωξε
εείνοεκείνο
εκχ̌ύγανεκχύθηκαν, χύθηκαν, εξέρρευσαν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
εμπαίν’μπαίνει
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
ενεστέναζαναναστέναζαν
ενταμώθαναντάμωσαν, συναντήθηκαν
εντούνανχτυπούσαν, στερέωναν
ενώθανενώθηκαν
εξέβανβγήκαν
Εξώτειχασυνοικία της Τραπεζούντας έξω των τειχών
επέθανανπέθαναν
επέρνιξανεδιέσχισαν
έραξανπήδησαν με ορμή ἀράσσω
έρθανήρθαν
έρ’ταιέρχεται
έσανεήταν
εσ’κώθενσηκώθηκε
εφαίνουτονφαινόταν
εφάνθενφάνηκε, εμφανίστηκε
έχ̌’έχει
θανατί’θανάτου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάστρενκάστρο
’κάτσανεκάθισαν
κλαίγ’νεκλαίνε
κορώνας(ή κορόνας, πληθ. τα) οι κουρούνες, μτφ. προσφώνηση γυναικών (για γυναίκες που χήρεψαν), μτφ. καημένες, (γενική, της) κουρούνας, καημένης κορώνη
κουνίζ’κουνάει
λαλλάτσ̌ι͜αβότσαλα λάλλη=βότσαλο
μικρέσσαμικρή, νεαρή
οπίσ’πίσω
ούλιαόλα
πάγ’νπηγαίνουν
πέτραςπέτρες
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
ποτάμ’ποτάμι
σαντάλιατύπος μεσαιωνικού πλοίου σανδάλιον<σάνδαλον (που προφερόταν με [ντ])
σοιστους/στις, τους/τις
σταυράσταυροί
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τοιτους/τις
τόπ’ςτόπους
τουμπίνύψωμα, λοφίσκος, μικρή προεξοχή σε ομαλό έδαφος tumba<τύμβος
τρανάμεγάλα
χωρίαχωριά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άλλτςάλλους
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανθρώπ’άνθρωποι
ανθρώπ’ςανθρώπους
απάν’πάνω
αποπίσ’από πίσω
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατάαυτά
ατ’ςαυτής, της
γεφύρ’γέφυρα, γεφύρι
δεισοποτισμέντσαη «ποτισμένη»-καλυπτόμενη πλήρως από την ομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
εγέντανεέγιναν
εγομώθενγέμισε
έδεξενέδιωξε
εείνοεκείνο
εκχ̌ύγανεκχύθηκαν, χύθηκαν, εξέρρευσαν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
εμπαίν’μπαίνει
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
ενεστέναζαναναστέναζαν
ενταμώθαναντάμωσαν, συναντήθηκαν
εντούνανχτυπούσαν, στερέωναν
ενώθανενώθηκαν
εξέβανβγήκαν
Εξώτειχασυνοικία της Τραπεζούντας έξω των τειχών
επέθανανπέθαναν
επέρνιξανεδιέσχισαν
έραξανπήδησαν με ορμή ἀράσσω
έρθανήρθαν
έρ’ταιέρχεται
έσανεήταν
εσ’κώθενσηκώθηκε
εφαίνουτονφαινόταν
εφάνθενφάνηκε, εμφανίστηκε
έχ̌’έχει
θανατί’θανάτου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάστρενκάστρο
’κάτσανεκάθισαν
κλαίγ’νεκλαίνε
κορώνας(ή κορόνας, πληθ. τα) οι κουρούνες, μτφ. προσφώνηση γυναικών (για γυναίκες που χήρεψαν), μτφ. καημένες, (γενική, της) κουρούνας, καημένης κορώνη
κουνίζ’κουνάει
λαλλάτσ̌ι͜αβότσαλα λάλλη=βότσαλο
μικρέσσαμικρή, νεαρή
οπίσ’πίσω
ούλιαόλα
πάγ’νπηγαίνουν
πέτραςπέτρες
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
ποτάμ’ποτάμι
σαντάλιατύπος μεσαιωνικού πλοίου σανδάλιον<σάνδαλον (που προφερόταν με [ντ])
σοιστους/στις, τους/τις
σταυράσταυροί
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τοιτους/τις
τόπ’ςτόπους
τουμπίνύψωμα, λοφίσκος, μικρή προεξοχή σε ομαλό έδαφος tumba<τύμβος
τρανάμεγάλα
χωρίαχωριά
Η Σάντα η περήφανος

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost