.
.
Οι κεμεντσ̌ετσ̌ήδες

Οι κεμεντσ̌ετσ̌ήδες

Οι κεμεντσ̌ετσ̌ήδες
fullscreen
Αρχινώ και λέγω σας
έμορφα και πιτσ̌ιμλία
και για τους κεμεντζ̌ετσ̌ήδες
έναν μικρόν ιστορίαν

Ας κουτσομπολεύομεν
αργά και τραγουδιστά

Για τον έναν λέν’ αέτσ’,
για τον άλλον λέν’ πολλά
Έναν - έναν τα κουσούρι͜α
ας λέμε ξεχωριστά

Ο Γώγον ο Πατριάρχης
έν’ ολίγον σοβαρός
Κουγιουμτσίδης, χρυσόν ψ̌ην
κι ο Κουσίδης γελαστός
κι Ασλανίδης τσ̌αλιμτσ̌ής
όταν παίζ’, έρ’ται και χορεύ’ η ψ̌η σ’

Ο Μπάμπης ο Γρηγοριάδης
μάστορας σα τοξαρέας
Ο Πίλον ο σεβνταλής
σ̌ενλικόπον σα παρέας
Ο Χατζίκας όταν παίζ’
ψηλά κρατεί το κιφάλ’
Ο Κοσμίδης ο πιλίτσ̌ον
Πάντα θάματα ευτάει
Ο Δάμον πουγαλεμένος
όνταν παιζ’, πάντα λέει «μανίτσα μ’ βάι»

Άτος ο Τσ̌ανάκαλης
ελικτσ̌ής και μασχαρι͜άνος
Ο Τάκης φιγουρατζής
κι ο Κωστίκας τραγωδι͜άνος
και καλός κεμεντσ̌ετσ̌ής
όταν πίν’, κανέναν σειράν ’κι αφήν’

Ο Γιώργον ο μυταράς
τρώει και πίν’ όσα εβγάλ’
Ατός ο Κωνσταντινίδης
πάντα χατίρι͜α ευτάει
Ο Τάκης ο Ιωαννίδης
έμορφα σύρ’ το τοξάρ’
και πολλά ευγενικός
φέρκεται με το «σεις» και με το «σας»
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
ατόςαυτός
αφήν’αφήνει
εβγάλ’βγάλει
έμορφαόμορφα
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
θάματαθαύματα
κεμεντζ̌ετσ̌ήδεςλυράρηδες kemençeci
κεμεντσ̌ετσ̌ήςλυράρης kemençeci<kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλ’κεφάλι
κουσούρι͜ακουσούρια, ελάττωματα kusur/ḳuṣūr
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
μασχαρι͜άνοςπου προκαλεί γέλιο και ευθυμία, αστείος maskara/masḫara
ολίγονλίγο
όντανόταν
όσαόσες φορές
παίζ’παίζω/παίζει
παρέας(γεν. ενικ.) παρέας, (ον./αιτ. πληθ.) παρέες
πιλίτσ̌ονκλωσσοπουλάκι, μτφ. μικρούλης piliç
πίν’πίνω/ει
πιτσ̌ιμλίαόμορφα, καλοσχηματισμένα, κομψά biçimli
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουγαλεμένοςσκασμένος, βαριεστημένος, στενοχωρημένος bunalma
σεβνταλήςερωτοχτυπημένος, ερωτευμένος sevdalı
σ̌ενλικόπονχαρά, ψυχαγωγία, αυτό που δίνει χαρά şenlik + -όπο (υποκορ.)
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τοξάρ’δοξάρι
τοξαρέαςδοξαριές
τραγωδι͜άνοςτραγουδιστής
τσ̌αλιμτσ̌ήςεπιδέξιος (σε χορό κ.ά.), σκερτσόζος çalımcı
φέρκεταιφέρεται, συμπεριφέρεται
χατίρι͜αχατίρια, χάρες hatır/ḫāṭir
χορεύ’χορεύω/ει
ψ̌ηψυχή
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
ατόςαυτός
αφήν’αφήνει
εβγάλ’βγάλει
έμορφαόμορφα
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
θάματαθαύματα
κεμεντζ̌ετσ̌ήδεςλυράρηδες kemençeci
κεμεντσ̌ετσ̌ήςλυράρης kemençeci<kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλ’κεφάλι
κουσούρι͜ακουσούρια, ελάττωματα kusur/ḳuṣūr
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
μασχαρι͜άνοςπου προκαλεί γέλιο και ευθυμία, αστείος maskara/masḫara
ολίγονλίγο
όντανόταν
όσαόσες φορές
παίζ’παίζω/παίζει
παρέας(γεν. ενικ.) παρέας, (ον./αιτ. πληθ.) παρέες
πιλίτσ̌ονκλωσσοπουλάκι, μτφ. μικρούλης piliç
πίν’πίνω/ει
πιτσ̌ιμλίαόμορφα, καλοσχηματισμένα, κομψά biçimli
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουγαλεμένοςσκασμένος, βαριεστημένος, στενοχωρημένος bunalma
σεβνταλήςερωτοχτυπημένος, ερωτευμένος sevdalı
σ̌ενλικόπονχαρά, ψυχαγωγία, αυτό που δίνει χαρά şenlik + -όπο (υποκορ.)
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τοξάρ’δοξάρι
τοξαρέαςδοξαριές
τραγωδι͜άνοςτραγουδιστής
τσ̌αλιμτσ̌ήςεπιδέξιος (σε χορό κ.ά.), σκερτσόζος çalımcı
φέρκεταιφέρεται, συμπεριφέρεται
χατίρι͜αχατίρια, χάρες hatır/ḫāṭir
χορεύ’χορεύω/ει
ψ̌ηψυχή
ψ̌ηνψυχή
Οι κεμεντσ̌ετσ̌ήδες

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost