.
.
Χωρίς μπάλαν ’κ’ επορώ/Μανάδες ’μοιρολόγαναν

Μανάδες ’μοιρολόγαναν

fullscreen
Πενήντα χρόνι͜α επέρασαν,
’κι ξέρω αν θα ’λέπω
τα μέρι͜α ντ’ εγεννέθαμε
με δάκρυα να βρέχω

Τη Σάντας τα κρύα νερά,
τη Κρωμί’ τα ραχ̌ία,
πόσα κορμόπα έθαψαν
σα πράσινα γιαζία;

Τρανόν κακόν έτον ατό,
ακόμαν εθυμούμαι
Μανάδες ’μοιρολόγαναν,
’κ’ επόρ’να να κοιμούμαι

Μαχ̌αίρι͜α ’μαχ̌αιρίαζαν,
έσπαζαν τα σπαθία
’Χάσεν ο κύρ’ το βίον ατ’
κι η μάνα τα παιδία
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γιαζίαπεδιάδες, εξοχή, ύπαιθρος yazı
εγεννέθαμεγεννηθήκαμε
εθυμούμαιθυμάμαι
επόρ’ναμπορούσα
έσπαζανέσφαζαν
έτονήταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοιμούμαικοιμάμαι
κορμόπακορμάκια
Κρωμί’Κρώμνης
κύρ’πατέρα
’λέπω(ελέπω) βλέπω
’μαχ̌αιρίαζανμαχαίρωναν
μέρι͜αμέρη
’μοιρολόγαναν(εμοιρολόγαναν) μοιρολογούσαν
παιδίαπαιδιά
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σπαθίασπαθιά
’χάσενέχασε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γιαζίαπεδιάδες, εξοχή, ύπαιθρος yazı
εγεννέθαμεγεννηθήκαμε
εθυμούμαιθυμάμαι
επόρ’ναμπορούσα
έσπαζανέσφαζαν
έτονήταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοιμούμαικοιμάμαι
κορμόπακορμάκια
Κρωμί’Κρώμνης
κύρ’πατέρα
’λέπω(ελέπω) βλέπω
’μαχ̌αιρίαζανμαχαίρωναν
μέρι͜αμέρη
’μοιρολόγαναν(εμοιρολόγαναν) μοιρολογούσαν
παιδίαπαιδιά
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σπαθίασπαθιά
’χάσενέχασε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost