.
.
Ρωμαίϊκα τραγωδίας

Τ’ εμέτερα τα σόγια

Στιχουργοί: Adem Ekiz
Τ’ εμέτερα τα σόγια
Στιχουργοί: Adem Ekiz
fullscreen
Τέσσεροι νομάτ’ είναι
τ’ εμέτερα τα σόγια
Ας λέγω απ’ ένα-ένα
εγώ ας σα παλαιά

Ο εις έτουν Παϊραμής,
ο -ι- άλλος έτον Φέγγος
Τ’ άλλ’ τοι δύους έλεαν
Ισ̌κεντέρης και Μαύρος

Πολλά κουρφεύκουντανε
οι Παϊραμάντ, λέγουνε -ι
Το τυρί και το ψωμί
πολλά πα εγαπούνε
Το μιντζί και το φαΐ
πολλά πα εγαπούνε

Μαειρεύουν πόλια-πόλια
τσ̌ωνώνουν και τρώγουνε
Φορούνε φορεσίας
το φόρεμα αγαπούνε

Οι Μαυρικάντ’ σπιγγό είν’
την παρά εγαπούνε
Για τ’ ένα χουλιάρ’ νερό
ένα ημέρα δουλεύουνε

Μαυρικάντες το σόιν ατ’
κρατεί ας σην καρδία
Ελίγο φάνεμο τρώει,
ευτάει πολλά δουλεία

Οι Φεγγουλάντ’ νυστάζουν
με το βράδυ κείντανε
Ακόμα ’κι ξημερών’
λαγγεύ’νε και σ’κούντανε

Οι Φεγγουλάντ’ τη νυφέ
ας σ’ έναν τ’ άλλο ευτάνε
Κολάι βαροκαρδίζουν
’τείν’ αν χολιάσκουντανε

Τ’ εμέτερο οι Ισκανταράντ’
κρούουνε δάρκουντανε
Απ’ όθεν κέσ’ στέκουνε
πεχλιβανλούκ’ ευτάνε

Κανείς χολή να μη φέρ’
ας σα τραωδίας ι-μ’
Ν’ έλεγα τα κατενά
ν’ έσαν τα παππούδι͜ας ι-μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
βαροκαρδίζουνβαραίνει η καρδιά τους, στενοχωριούνται
δάρκουντανεδερνοκοπιούνται, χτυπιούνται
δουλείαδουλειά, εργασία
δύους(αιτ.) δύο
είν’(για πληθ.) είναι
έλεανέλεγαν
ελίγολίγο
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
έσανήταν
έτονήταν
έτουνήταν
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
κατενάκαθαρά, ξεπλυμένα, ξεθολωμένα κατανίζω
κείντανεκείτονται, ξαπλώνουν
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κολάιευκολία, άνεση, ευχέρεια kolay
κουρφεύκουντανεπαινεύονται, περηφανεύονται
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
κρούουνεχτυπούν κρούω
λαγγεύ’νεπηδούν लङ्घ (laṅgh)
μαειρεύουνμαγειρεύουν
μιντζίμυζήθρα
νομάτ’άνθρωποι, άτομα ὀνόματοι
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
παπάλι, επίσης, ακόμα
παράλεφτά, το χρήμα para/pāre
πεχλιβανλούκ’παλληκαριά, ανδρειοσύνη pehlivanlık<pehlevān
πόλιαμπόλικα, σε αφθονία, πολύ bol
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σ’κούντανεσηκώνονται
σπιγγόσφιχτοί, τσιγκούνηδες
τ’ εμέτεροοι δικοί μας
’τείν’(ατείν’) αυτοί
τοιτους/τις
τραωδίαςτραγούδια
τσ̌ωνώνουντελειώνουν
φάνεμο(ιδιωμ.) φαγητό
φέγγοςφεγγάρι
φέρ’φέρνω/ει
φορεσίας(γεν. εν.) φορεσιάς, (ονομ. πληθ.) φορεσιές
χολήθυμός
χολιάσκουντανεθυμώνουν, αγανακτούν
χουλιάρ’κουτάλι κοχλιάριον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
βαροκαρδίζουνβαραίνει η καρδιά τους, στενοχωριούνται
δάρκουντανεδερνοκοπιούνται, χτυπιούνται
δουλείαδουλειά, εργασία
δύους(αιτ.) δύο
είν’(για πληθ.) είναι
έλεανέλεγαν
ελίγολίγο
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
έσανήταν
έτονήταν
έτουνήταν
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
κατενάκαθαρά, ξεπλυμένα, ξεθολωμένα κατανίζω
κείντανεκείτονται, ξαπλώνουν
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κολάιευκολία, άνεση, ευχέρεια kolay
κουρφεύκουντανεπαινεύονται, περηφανεύονται
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
κρούουνεχτυπούν κρούω
λαγγεύ’νεπηδούν लङ्घ (laṅgh)
μαειρεύουνμαγειρεύουν
μιντζίμυζήθρα
νομάτ’άνθρωποι, άτομα ὀνόματοι
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
παπάλι, επίσης, ακόμα
παράλεφτά, το χρήμα para/pāre
πεχλιβανλούκ’παλληκαριά, ανδρειοσύνη pehlivanlık<pehlevān
πόλιαμπόλικα, σε αφθονία, πολύ bol
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σ’κούντανεσηκώνονται
σπιγγόσφιχτοί, τσιγκούνηδες
τ’ εμέτεροοι δικοί μας
’τείν’(ατείν’) αυτοί
τοιτους/τις
τραωδίαςτραγούδια
τσ̌ωνώνουντελειώνουν
φάνεμο(ιδιωμ.) φαγητό
φέγγοςφεγγάρι
φέρ’φέρνω/ει
φορεσίας(γεν. εν.) φορεσιάς, (ονομ. πληθ.) φορεσιές
χολήθυμός
χολιάσκουντανεθυμώνουν, αγανακτούν
χουλιάρ’κουτάλι κοχλιάριον
Τ’ εμέτερα τα σόγια

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost