.
.
Εξορία του 1920/Δέβα μάνα

Εξορία του 1920

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Το χίλια εννιακόσια
[και] το είκοσ’ τη χρονίας
ερχίνεσαν και τοι Ρωμαίοις,
πουλί μ’, σα εξορίας

Κλάψον, μάνα, κλάψον, μάνα,
αρ’ σύρον τα μαλλία σ’
Τα στράτας δά̤κρυ͜α εγόμωσες
και τη σ̌ουπέ λαλίας

Α’έρ’ ι-μ’, αε-Θόδωρε μ’
[και] για δος μα τ’ ανοιγάρι͜α
Θα πάω ανοίγω τη σ̌ουπέ,
θ’ εβγάλλω παλληκάρι͜α

Μάνα, ράψον την τσ̌άντα μου
[και -ν-] ας αποχαιρετίζω
Σο Ερζουρούμ αχπάσκουμαι,
ίσως να μη γυρίζω

Τα νεότητα τ’ εμά,
φαρμάκια ποτίζ’ ατα
Φαρμάκια ποτίζ’ ατα,
τον Χάρον ’κι δίγ’ ατα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
Α’έρ’αϊ-Γιώργη
ανοιγάρι͜ακλειδιά
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατααυτά
αχπάσκουμαιαναχωρώ, φεύγω, κινώ για
δίγ’δίνω
δοςδώσε
δος μαδώσε μου
εβγάλλωβγάζω
εγόμωσεςγέμισες
εμάδικά μου
ερχίνεσανάρχισαν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλάψον(προστ.) κλάψε
λαλίαςλαλιές, φωνές, (γεν. ενικού) φωνής
νεότητανιότη, νιάτα
ποτίζ’ποτίζω/ει, δίνω/ει σε κπ να πιει
ΡωμαίοιςΡωμιούς
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
τοιτους/τις
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
Α’έρ’αϊ-Γιώργη
ανοιγάρι͜ακλειδιά
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατααυτά
αχπάσκουμαιαναχωρώ, φεύγω, κινώ για
δίγ’δίνω
δοςδώσε
δος μαδώσε μου
εβγάλλωβγάζω
εγόμωσεςγέμισες
εμάδικά μου
ερχίνεσανάρχισαν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλάψον(προστ.) κλάψε
λαλίαςλαλιές, φωνές, (γεν. ενικού) φωνής
νεότητανιότη, νιάτα
ποτίζ’ποτίζω/ει, δίνω/ει σε κπ να πιει
ΡωμαίοιςΡωμιούς
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
τοιτους/τις

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost