.
.
Μοιρολόι/Ομάλ’

Μοιρολόι

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Μοιρολόι
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
[Και] Ν’ αηλί εκείνεν τη μάναν
που έχ̌’ τον ξενιτέαν [όι, όι, όι]
Καίγεται το καρδόπον ατ’ς
και ’ίνεται μανέαν [όι, όι, όι]

Τα νεότητα τ’ εμά
φαρμάκια ποτίζ’ ατα
Φαρμάκια ποτίζ’ ατα,
τον Χάρον ’κι δίγ’ ατα

[Και -ν-] Ανάθεμα σε, ασ’χώρετον,
έρημον ξενιτείαν [όι, όι, όι]
Ατσ̌άπ’ εσύ ’κι θα γεράς,
’κι θ’ αποθάντς καμίαν; [όι, όι, όι]

[Και] Μάνα, σταυρόν ’κι θα ευρήκ’ς
σ’ έρημον το ταφόπο μ’ [όι, όι, όι]
Ορώτα τ’ αγρι͜αχόρταρα
κι ας δείκ’νε σε τον τόπον [όι, όι, όι]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αποθάντςπεθάνεις
ασ’χώρετονασυγχώρητο
ατααυτά
ατ’ςαυτής, της
ατσ̌άπ’άραγε, αναρωτιέμαι acep/ʿaceb
γεράςγερνάς
δείκ’νεδείχνουν, καταδεικνύουν
δίγ’δίνω
εκείνενεκείνη
εμάδικά μου
ευρήκ’ςβρίσκεις
έχ̌’έχει
’ίνεταιγίνεται
καμίανποτέ
καρδόπονκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μανέανκαπνιά, μαυρισμένος/η/ο από καπνιά
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νεότητανιότη, νιάτα
ξενιτέανξενιτεμένο
ορώτα(προστ.) ρώτησε
ποτίζ’ποτίζω/ει, δίνω/ει σε κπ να πιει
ταφόπο(υποκορ.) τάφος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αποθάντςπεθάνεις
ασ’χώρετονασυγχώρητο
ατααυτά
ατ’ςαυτής, της
ατσ̌άπ’άραγε, αναρωτιέμαι acep/ʿaceb
γεράςγερνάς
δείκ’νεδείχνουν, καταδεικνύουν
δίγ’δίνω
εκείνενεκείνη
εμάδικά μου
ευρήκ’ςβρίσκεις
έχ̌’έχει
’ίνεταιγίνεται
καμίανποτέ
καρδόπονκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μανέανκαπνιά, μαυρισμένος/η/ο από καπνιά
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νεότητανιότη, νιάτα
ξενιτέανξενιτεμένο
ορώτα(προστ.) ρώτησε
ποτίζ’ποτίζω/ει, δίνω/ει σε κπ να πιει
ταφόπο(υποκορ.) τάφος
Μοιρολόι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost