.
.
Τον Άεν-Ζαχαρέαν/Ο χουβαρδάς

Ο χουβαρδάς

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ο χουβαρδάς
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ο κύρη μ’ έτον χοβαρτάς,
αρ’ εγώ το παιδίν ατ’
Θα ευτάγω τα έργατα τ’
να παίρω την ευχ̌ήν ατ’

Σεράντα μεροκάματα,
εξήντα κιτελούκια
Ατά εγώ θα δίγ’ ατα
και σα χοβαρταλούκια

Φά’ με, Πατουλίτσα μ’, φά’ με
για τ’ εσέν εγώ θα χάμαι
Η ώρα πέντε της νυχτός
εμείς πα πού θα πάμε;

Ο κύρη μ’ εκοπίαζεν
γράμματα να μαθίζ’ με
Σα έμορφα τα κορτσόπα
δέσκαλον να καθίζ’ με

Γεια σου, Νίκο, με τον κεμεντζ̌έ!

Εμέν Νικόλα λέγ’νε με
κι εγώ Νικόλας ’κ’ είμαι
Απλώνω τα ξερόχ̌ερα μ’
και σην κόλφι͜α απάν’ κρούω

Αδά κατηγορούνε με,
αρ’ έχ’νε με σο στόμαν
Θα πολεμούνε με την ψ̌ην
να βάλ’νε με σο χώμαν

Ωχ! έφαες το καρδόπο μ’!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
ατααυτά
βάλ’νεβάλουν
δέσκαλονδάσκαλο
δίγ’δίνω
εκοπίαζενκόπιαζε, μοχθούσε
έμορφαόμορφα
έργαταέργα, προσπάθειες, δουλειές
έτονήταν
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
έφαεςέφαγες
έχ’νεέχουνε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καθίζ’καθίζω/ει κπ
καρδόποκαρδούλα
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
κιτελούκιαμεροκάματα gündelik
κόλφι͜αη αγκαλιά, ο κόλπος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, το στήθος της γυναίκας
κορτσόπακοριτσάκια
κρούωχτυπώ
λέγ’νελένε
μαθίζ’μαθαίνω/ει κτ σε κπ, διδάσκει
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρωπαίρνω
σεράντασαράντα
φά’(προστ.) φάε
χάμαιχάνομαι, μτφ. πεθαίνω
χοβαρταλούκιαασωτίες, σπατάλες hovardalık
χοβαρτάςάσωτος, σπάταλος, γυναικοθήρας, μοίχος hovarda
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
ατααυτά
βάλ’νεβάλουν
δέσκαλονδάσκαλο
δίγ’δίνω
εκοπίαζενκόπιαζε, μοχθούσε
έμορφαόμορφα
έργαταέργα, προσπάθειες, δουλειές
έτονήταν
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
έφαεςέφαγες
έχ’νεέχουνε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καθίζ’καθίζω/ει κπ
καρδόποκαρδούλα
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
κιτελούκιαμεροκάματα gündelik
κόλφι͜αη αγκαλιά, ο κόλπος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, το στήθος της γυναίκας
κορτσόπακοριτσάκια
κρούωχτυπώ
λέγ’νελένε
μαθίζ’μαθαίνω/ει κτ σε κπ, διδάσκει
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρωπαίρνω
σεράντασαράντα
φά’(προστ.) φάε
χάμαιχάνομαι, μτφ. πεθαίνω
χοβαρταλούκιαασωτίες, σπατάλες hovardalık
χοβαρτάςάσωτος, σπάταλος, γυναικοθήρας, μοίχος hovarda
ψ̌ηνψυχή
Ο χουβαρδάς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost