.
.
Τον Άεν-Ζαχαρέαν/Ο χουβαρδάς

Τον Άεν-Ζαχαρέαν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τον Άεν-Ζαχαρέαν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Πώς ’κι τσ̌οκεύ’νε τα ραχ̌ι͜ά
όνταν αναστενάζω;
Η σεβτά ’κι πουλίεται
να στείλω κι αγοράζω

Κουρπάνι σ’, παρχαρί’ τσ̌ιτσ̌έκ’
και Παναΐας δάκρεν
Η μύρα σ’ ’κι χορτάεται,
ευωδία σ’ ’κι χάται

Κρωμέτ’ς θα παίρω μετ’ εμέν
όλ’ ζίπκας να φορούνε
Την έμορφον όνταν φιλώ
άσ̌κεμοι να τερούνε

Το θάνατο μ’ ενούνιζα
αρ’ ’κ’ έξερα ’α κομπώντς με
Σα είκοσ’ πέντε χρόνι͜α απάν’,
αρνί μ’, θα θανατώντς με

Αρ’ είπα σε το τερτόπο μ’,
αρ’ είπα σε το χάλι μ’
Πασ̌κείμ’ ντο είπα σε να παίρτς
το νούν ας σο κιφάλι μ’;

Παρχάρ’ αέρα ’φύσεσεν
κάποθεν τέλια-τέλια
Κορτσόπον, τα φιλέματα σ’
γλυκέα κι άμον μέλια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
’αθα
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
άσ̌κεμοιάσχημοι
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
δάκρενδάκρυ
έμορφονόμορφο
ενούνιζασκεφτόμουν
έξεραήξερα
ζίπκαςαντρικές φορεσιές της εποχής zıpka<(αμπχαζικά) adziykva (=στενό παντελόνι)
θανατώντςθανατώνεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάποθεναπό κάπου
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κομπώντςεξαπατάς, ξεγελάς, μτφ. σαγηνεύεις κομβόω
κορτσόπονκοριτσάκι
κουρπάνιθυσία kurban/ḳurbān
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μύραοσμή, μυρωδιά
όλ’όλοι/α
όντανόταν
παίρτςπαίρνεις
παίρωπαίρνω
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
πουλίεταιπουλιέται
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σεβτάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
τέλιασύρματα, χορδές μουσικού οργάνου tel
τέλια-τέλιακυματιστά
τερούνεκοιτούν
τερτόποκαημό, βάσανο, στενοχώρια dert + -όπον (υποκορ.)
τσ̌ιτσ̌έκ’λουλούδι çiçek
τσ̌οκεύ’νεκαταπίπτουν, επικάθονται, κλίνουν υπό το βάρος çökmek
φιλέματαφιλιά
’φύσεσεν(εφύσεσεν) φύσηξε
χάταιχάνεται
χορτάεταιχορταίνεται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
’αθα
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
άσ̌κεμοιάσχημοι
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
δάκρενδάκρυ
έμορφονόμορφο
ενούνιζασκεφτόμουν
έξεραήξερα
ζίπκαςαντρικές φορεσιές της εποχής zıpka<(αμπχαζικά) adziykva (=στενό παντελόνι)
θανατώντςθανατώνεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάποθεναπό κάπου
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κομπώντςεξαπατάς, ξεγελάς, μτφ. σαγηνεύεις κομβόω
κορτσόπονκοριτσάκι
κουρπάνιθυσία kurban/ḳurbān
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μύραοσμή, μυρωδιά
όλ’όλοι/α
όντανόταν
παίρτςπαίρνεις
παίρωπαίρνω
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
πουλίεταιπουλιέται
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σεβτάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
τέλιασύρματα, χορδές μουσικού οργάνου tel
τέλια-τέλιακυματιστά
τερούνεκοιτούν
τερτόποκαημό, βάσανο, στενοχώρια dert + -όπον (υποκορ.)
τσ̌ιτσ̌έκ’λουλούδι çiçek
τσ̌οκεύ’νεκαταπίπτουν, επικάθονται, κλίνουν υπό το βάρος çökmek
φιλέματαφιλιά
’φύσεσεν(εφύσεσεν) φύσηξε
χάταιχάνεται
χορτάεταιχορταίνεται
Τον Άεν-Ζαχαρέαν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost