.
.
Κόκκινο ποτάμι

Κόκκινο ποτάμι

Κόκκινο ποτάμι
fullscreen
Ο ουρανόν ελίβωσεν,
σην πόραν ’κι αφήνω σε -ν
Το ποτάμ’ ετράνυνεν,
 η εγάπ’ λιμάνιν έν’

Ας ση Μίλητον, ας σ’ όγδοον αιών’
Ιάσωνες μ’ Aργών ευτάν’ Κολχίδας
Και ο Άξενον έντον Εύξεινος
Πόντος ξακουστός τη Ιωνίας
Με χρόνα̤, καιρούς, αλλόξενους λαούς
ομάλα̤ ειρηνικά φίλους εποίκες
Τ’ αρχαία Ελλενικά, π’ ένταν ποντιακά
γενεάν τη γενεάν, βεσιέτ’ εφήκες

Η αγάπη σ’, ψ̌η μ’,
μονοφτέρουγο πουλί μ’
Η σεβντά τ’ εμόν
ένα βήμα ας σον κρεμόν
Ο ουρανόν ελίβωσεν,
σην ποράν’ ’κι αφήνω σε -ν
Το ποτάμ’ ετράνυνεν,
 η εγάπ’ λιμάνιν έν’

Σ’ οθωμανικά χρόνια σον ζυγόν
είχαμ’ οδηγόν τα γονικά μουν
Με βαρύ σταυρόν σε θανήν λευκόν
άμον τον Χριστόν ο Γολγοθάς μουν
Γενοκτόνησαν μα ’κ’ επόρεσαν
ν’ αφανίζ’νε μας από τον κόσμον
Έκαψαν σχολειά, μονάς και εκκλησι͜άς,
πόλεις και χωριά σε όλ’ τον Πόντον

Η αγάπη σ’, ψ̌η μ’,
μονοφτέρουγο πουλί μ’
Η σεβντά τ’ εμόν
ένα βήμα ας σον κρεμόν
Ο ουρανόν ελίβωσεν,
σην πόραν ’κι αφήνω σε -ν
Το ποτάμ’ ετράνυνεν,
 η εγάπ’ λιμάνιν έν’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
βεσιέτ’η τελευταία επιθυμία του μελλοθάνατου, προφορική διαθήκη vasiyet/vaṣiyyet
γενεάνγενιά
εγάπ’αγάπη
ελίβωσενσυννέφιασε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έντανέγιναν
έντονέγινε
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
επόρεσανμπόρεσαν
ετράνυνενμεγάλωσε, ανατράφηκε τρανόω-ῶ
ευτάν’κάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
εφήκεςάφησες
ζυγόνζυγός ξύλινος (εξάρτημα για το ζέψιμο των ζώων ή για κουβάλημα νερού με κουβάδες προσαρτημένους σε κάθε άκρη) / μέτρο έκτασης στην πορεία του ήλιου ισοδύναμο με μια ώρα
θανήνθάνατο
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρεμόνγκρεμό
μουνμας
όλ’όλοι/α
ομάλα̤(επιρρ.) ομαλά, ευθεία, πεδιάδες, ίσια
ποράν’μπόρα, καταιγίδα boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
ποτάμ’ποτάμι
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
χρόνα̤χρόνια
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
βεσιέτ’η τελευταία επιθυμία του μελλοθάνατου, προφορική διαθήκη vasiyet/vaṣiyyet
γενεάνγενιά
εγάπ’αγάπη
ελίβωσενσυννέφιασε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έντανέγιναν
έντονέγινε
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
επόρεσανμπόρεσαν
ετράνυνενμεγάλωσε, ανατράφηκε τρανόω-ῶ
ευτάν’κάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
εφήκεςάφησες
ζυγόνζυγός ξύλινος (εξάρτημα για το ζέψιμο των ζώων ή για κουβάλημα νερού με κουβάδες προσαρτημένους σε κάθε άκρη) / μέτρο έκτασης στην πορεία του ήλιου ισοδύναμο με μια ώρα
θανήνθάνατο
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρεμόνγκρεμό
μουνμας
όλ’όλοι/α
ομάλα̤(επιρρ.) ομαλά, ευθεία, πεδιάδες, ίσια
ποράν’μπόρα, καταιγίδα boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
ποτάμ’ποτάμι
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
χρόνα̤χρόνια
ψ̌ηψυχή
Κόκκινο ποτάμι
Σημειώσεις
Οι στίχοι του παρόντος τραγουδιού αποτελούν έναν συνδυασμό ποντιακής διαλέκτου και νεοελληνικής γλώσσας. Παρότι η βάση του κειμένου είναι ποντιακή, περιέχονται αρκετές εκφράσεις και λέξεις της νεοελληνικής, γεγονός που αντανακλά τη σύγχρονη γλωσσική πραγματικότητα και τη δημιουργική έκφραση του στιχουργού.

Ενδεικτικά:
σην πόραν (από τη ΝΕ εκδοχή, η μπόρα): στην ποντιακή απαντάται ως ουδέτερο, το ποράν’
αιών’: στην ποντιακή η ορθή εκδοχή στην αιτιατική είναι «αιώναν»
μονάς: στην ποντιακή η ορθή εκδοχή είναι «μαναστήρι͜α»
χωριά: στην ποντιακή η ορθή εκδοχή είναι «χωρία»
σε όλ’ τον Πόντον: στην ποντιακή η ορθή εκδοχή «σ’ όλον/όλιον τον Πόντον»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost