.
.
Πόντιος εγεννέθα, Πόντιος θ’ αποθάνω

Ήμαρτα, ήμαρτα

Ήμαρτα, ήμαρτα
fullscreen
Έλλαξαν καιροί και χρόνι͜α,
όλι͜α τώρα έλλαξαν
Η γαρή σ̌αλβάρ’ φορεί,
το αγούρ’ αρώματα
Έλλαξαν όλα τ’ ατέτι͜α,
έλλαξαν τα λώματα
Ο εις τον άλλον πολεμούνε
μαναχόν για χρήματα

Ήμαρτα, Θέ μ’, ήμαρτα!
Ήμαρτα, ξαν ήμαρτα!

Ο εις τον άλλον ’κι σαεύ’νε,
πίν’νε οινοπνεύματα
Λάσκουνταν απέσ’ σα στράτας,
ούλ’ αδά κι ακεί μερών’νε
Χάπι͜α και ναρκωτικά
τα παιδία μουν σκοτών’νε
Κόφ’νε ας σα μικρά παιδία
τη ζωής τα βήματα

Ήμαρτα, Θέ μ’, ήμαρτα!
Ήμαρτα, ξαν ήμαρτα!

Την εγάπ’ και την ειρήνην
ούλ’ ατώρα ενέσπαλαν
Σέβας ’κ’ έχ’νε ση θρησκείαν,
’κ’ έχ’νε ’μούτι͜α ση ζωήν
Άλλ’ παντρεύ’νε και χωρίζ’νε,
όι! ν’ αηλί εμάς, ν’ αηλί!
Βόμβας κι όπλα βίρι͜α ευτάνε,
πολλά ευτάνε κρίματα

Ήμαρτα, Θέ μ’, ήμαρτα!
Ήμαρτα, ξαν ήμαρτα!

Ήμαρτα, ήμαρτα!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγούρ’νέοι άνδρες
αδάεδώ
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ακείεκεί
απέσ’μέσα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατέτι͜αέθιμα, (ουσ.) τυπικά adet/ʿaded
ατώρατώρα
βίρι͜ασυνεχώς, αδιάκοπα, ασταμάτητα vira
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
εγάπ’αγάπη
έλλαξανάλλαξαν
ενέσπαλανξέχασαν
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
έχ’νεέχουνε
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
Θέ(κλητ.) Θεέ
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόφ’νεκόβουνε
λάσκουντανπεριφέρονται, τριγυρίζουν, περιπλανώνται ἀλάομαι/ηλάσκω
λώματαρούχα λῶμα/λωμάτιον
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μουνμας
’μούτι͜αελπίδες umut
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξανπάλι, ξανά
ούλ’όλοι
παιδίαπαιδιά
παντρεύ’νεπαντρεύουν, παντρεύονται
πίν’νεπίνουν
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σαεύ’νευπολογίζουν, εκτιμούν, λογαριάζουν saymak
σ̌αλβάρ’σαλβάρι, φαρδύ παντελόνι που φορούσαν παλιά άνδρες και γυναίκες şalvar/şelvār
σκοτών’νεσκοτώνουν
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
χωρίζ’νεχωρίζουν, ξεδιαλέγουν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγούρ’νέοι άνδρες
αδάεδώ
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ακείεκεί
απέσ’μέσα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατέτι͜αέθιμα, (ουσ.) τυπικά adet/ʿaded
ατώρατώρα
βίρι͜ασυνεχώς, αδιάκοπα, ασταμάτητα vira
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
εγάπ’αγάπη
έλλαξανάλλαξαν
ενέσπαλανξέχασαν
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
έχ’νεέχουνε
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
Θέ(κλητ.) Θεέ
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόφ’νεκόβουνε
λάσκουντανπεριφέρονται, τριγυρίζουν, περιπλανώνται ἀλάομαι/ηλάσκω
λώματαρούχα λῶμα/λωμάτιον
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μουνμας
’μούτι͜αελπίδες umut
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξανπάλι, ξανά
ούλ’όλοι
παιδίαπαιδιά
παντρεύ’νεπαντρεύουν, παντρεύονται
πίν’νεπίνουν
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σαεύ’νευπολογίζουν, εκτιμούν, λογαριάζουν saymak
σ̌αλβάρ’σαλβάρι, φαρδύ παντελόνι που φορούσαν παλιά άνδρες και γυναίκες şalvar/şelvār
σκοτών’νεσκοτώνουν
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
χωρίζ’νεχωρίζουν, ξεδιαλέγουν
Ήμαρτα, ήμαρτα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost