.
.
Πρώτο φως

Μάισσα ζωγραφισμέντσα

Μάισσα ζωγραφισμέντσα
Μάισσα ζωγραφισμέντσα
fullscreen
Μεσανυχτί’ σο φεγγοφώς
λάσ̌κεται σ’ ερημίας
Παντέμορφος, χ̌ιλέμορφος
και τραγωδεί μαΐας
 
Σην ποταμέαν σύναυγα
και σα πετεινολάλι͜α
Τα ξανθομάλλι͜α τ’ς μυρολούζ’
και ’ίν’νταν μυρομάλλι͜α
 
Του παρχαρί’ αρχόντεσσα
αυγίσ̌κεται και σ’κούται
Περήφανα ντο στημνοδέν’
τα μὲσα τ’ς κι απορθούται
 
Σ’ ορμάν’ καματερέσσα έν’,
σ’ ομάλια προκομμέντσα
Ν’ αηλί εμέν π’ εγάπεσα
μάισσα ζωγραφισμέντσα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απορθούταιτακτοποιείται
αρχόντεσσααρχόντισσα
αυγίσ̌κεταιλάμπει από καθαριότητα
εγάπεσααγάπησα
έν’είναι
ερημίαςερημιές
ζωγραφισμέντσαζωγραφισμένη, ζωγραφιστή
’ίν’ντανγίνονται
καματερέσσακαματερή, εργατική
λάσ̌κεταιπεριφέρεται, τριγυρνά, περιπλανιέται ἀλάομαι/ηλάσκω
μαΐαςμάγια
μάισσαμάγισσα
μὲσα(τα) η μέση
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μυρολούζ’λούζω/ει με μύρο
μυρομάλλι͜αμαλλιά μυρωμένα που αποπνέουν μύρο
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξανθομάλλι͜αξανθά μαλλιά
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
ορμάν’δάσος orman
παντέμορφοςπανέμορφη
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πετεινολάλι͜αχαράματα, η ώρα που λαλούν οι πετεινοί
ποταμέανπαραποτάμιος τόπος
προκομμέντσαπροκομμένη
σ’κούταισηκώνεται
στημνοδέν’κυριολ. διευθετώ την ρόκα στον αργαλειό, μτφ. δένει ωραία και με καλαισθησία, σφίγγει την ζώνη στην μέση
σύναυγαχαράματα, την αυγή
τραγωδείτραγουδάει
φεγγοφώςτο φως του φεγγαριού
χ̌ιλέμορφοςχιλιόμορφος/η
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απορθούταιτακτοποιείται
αρχόντεσσααρχόντισσα
αυγίσ̌κεταιλάμπει από καθαριότητα
εγάπεσααγάπησα
έν’είναι
ερημίαςερημιές
ζωγραφισμέντσαζωγραφισμένη, ζωγραφιστή
’ίν’ντανγίνονται
καματερέσσακαματερή, εργατική
λάσ̌κεταιπεριφέρεται, τριγυρνά, περιπλανιέται ἀλάομαι/ηλάσκω
μαΐαςμάγια
μάισσαμάγισσα
μὲσα(τα) η μέση
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μυρολούζ’λούζω/ει με μύρο
μυρομάλλι͜αμαλλιά μυρωμένα που αποπνέουν μύρο
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξανθομάλλι͜αξανθά μαλλιά
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
ορμάν’δάσος orman
παντέμορφοςπανέμορφη
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πετεινολάλι͜αχαράματα, η ώρα που λαλούν οι πετεινοί
ποταμέανπαραποτάμιος τόπος
προκομμέντσαπροκομμένη
σ’κούταισηκώνεται
στημνοδέν’κυριολ. διευθετώ την ρόκα στον αργαλειό, μτφ. δένει ωραία και με καλαισθησία, σφίγγει την ζώνη στην μέση
σύναυγαχαράματα, την αυγή
τραγωδείτραγουδάει
φεγγοφώςτο φως του φεγγαριού
χ̌ιλέμορφοςχιλιόμορφος/η
Μάισσα ζωγραφισμέντσα
Μάισσα ζωγραφισμέντσα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost