.
.
’Κι ανασπάλλω | 90 χρόνια από τη Γενοκτονία των Ποντίων

Ο Πορφύρης

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Νασάν την μάνα που γεννά
τα τράντα χρόνι͜α μίαν
Ευτάει υιόν Τραντέλλενα
και νύφεν γαλαφόρα

Κανείς υιόν ’κ’ εγέννεσεν,
κανείς υιόν ’κ’ εποίκεν
Καλόγρια γιον εγέννεσεν
απάνου σον Πορφύρην
-Ατόναν πώς θα λέγομε,
ατόν πώς θα καλούμε;
-Ατόν Πορφύρην πέτε͜ ατον,
ατόν Πορφύρη καλέστεν

Μαθάνει͜ ατο ο βασιλιάς
ο πολυχρονεμένον
-Απόθεν έν’ ο Πόρφυρας
εμέν που ’κι φογάται;
Απάν’ ατ’ έχω πόλεμον,
έχω απάν’ ατ’ σεφέριν

Εγνέφιξεν και ο Πόρφυρας
ας το γλυκόν τον ύπνον
-Παρακαλώ σε, σερασκέρ’,
Θεού παρακαλίας

Σ’ όλια τα κάστρα φέρο με -ν
δεμένον και φλιμμένον
και ση Κωνσταντινούπολην
λυτόν και χαρεμένον
Εκεί κόρασ̌ον αγαπώ
ελέπ’ και περιπαίζ’ με

Σ’ όλια τα κάστρα φέρν’ ατον,
τα δάκρυ͜α τ’ ’κ’ εκατήβαν
και ση Κωνσταντινούπολην
τα δάκρυ͜α τ’ εκατήβαν
Τα δάκρυ͜α ντ’ εκατήβαιναν
εσέπ’σαν το μετάξι
Βασιλοπούλα ελάλεσεν
από ψηλόν παλάτι

Έσειξεν τα ποδάρι͜α του,
εσείγαν τα λωρία
Έσειξεν και τ’ ωμίτσ̌ι͜α του,
εσείαν τα ραχ̌ία
Έσειξεν τα βραχ̌ιόνας ατ’,
εκόπαν τ’ αλυσίδι͜α

Ας τ’ αλυσιδοκόμματα
έναν σο χ̌έρ’ επέρεν
Χ̌ίλιους απ’ έμπρα̤ τ’ σκότωσεν
και μύριους από πίσω

Εννιά καντάρι͜α ’φόρτωσεν 
ωτία και μυτία
και στείλει͜ ατα τον βασιλιά
μεγάλον αρμαγάδιν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλυσιδοκόμματακομμάτια αλυσίδας
απάν’πάνω
απάνουπάνω
απόθεναπό που, από όπου
αρμαγάδινδώρο, φιλοδώρημα, τιμητικό έπαθλο armağan
ατααυτά
ατόναναυτόν
γαλαφόρακυρ. αυτή που φέρει γάλα, η εύρωστη, υγιής γυναίκα (πρόσφορη για να βυζάξει/αναθρέψει παιδιά), (και Γαλαφόρα) όνομα που δινόταν σε αγελάδες
εγέννεσενγέννησε
εγνέφιξενξύπνησε
εκατήβαινανκατέβαιναν
εκατήβανκατέβηκαν
εκόπανκόπηκαν
ελάλεσενέβγαλε λαλιά, κάλεσε, αποκάλεσε, προσκάλεσε, οδήγησε
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έμπρα̤μπροστά
έν’είναι
επέρενπήρε
εποίκενέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
εσείγανέσειξαν
έσειξενέσεισε, ταρακούνησε
εσέπ’σανσάπισαν, έλιωσαν
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόρασ̌ονκορίτσι
λυτόνλυμένος, χαλαρός
λωρίαλουριά
μαθάνειμαθαίνει
μίανμια φορά
μυτίαμύτες
νασάνχαρά σε
νύφεννύφη
όλιαόλα
παρακαλίαςπαρακάλια
περιπαίζ’περιπαίζω/ει, κοροϊδεύω/ει
πέτε(προστ.) πείτε
ποδάρι͜απόδια
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σερασκέρ’στρατάρχη serasker/sar-ˁaskar
τράντατριάντα
φέρο(προστ.) φέρε
φλιμμένονθλιμμένο
φογάταιφοβάται
χ̌έρ’χέρι
χαρεμένονχαρούμενο
ωμίτσ̌ι͜α(υποκορ.) ώμους
ωτίααυτιά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλυσιδοκόμματακομμάτια αλυσίδας
απάν’πάνω
απάνουπάνω
απόθεναπό που, από όπου
αρμαγάδινδώρο, φιλοδώρημα, τιμητικό έπαθλο armağan
ατααυτά
ατόναναυτόν
γαλαφόρακυρ. αυτή που φέρει γάλα, η εύρωστη, υγιής γυναίκα (πρόσφορη για να βυζάξει/αναθρέψει παιδιά), (και Γαλαφόρα) όνομα που δινόταν σε αγελάδες
εγέννεσενγέννησε
εγνέφιξενξύπνησε
εκατήβαινανκατέβαιναν
εκατήβανκατέβηκαν
εκόπανκόπηκαν
ελάλεσενέβγαλε λαλιά, κάλεσε, αποκάλεσε, προσκάλεσε, οδήγησε
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έμπρα̤μπροστά
έν’είναι
επέρενπήρε
εποίκενέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
εσείγανέσειξαν
έσειξενέσεισε, ταρακούνησε
εσέπ’σανσάπισαν, έλιωσαν
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόρασ̌ονκορίτσι
λυτόνλυμένος, χαλαρός
λωρίαλουριά
μαθάνειμαθαίνει
μίανμια φορά
μυτίαμύτες
νασάνχαρά σε
νύφεννύφη
όλιαόλα
παρακαλίαςπαρακάλια
περιπαίζ’περιπαίζω/ει, κοροϊδεύω/ει
πέτε(προστ.) πείτε
ποδάρι͜απόδια
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σερασκέρ’στρατάρχη serasker/sar-ˁaskar
τράντατριάντα
φέρο(προστ.) φέρε
φλιμμένονθλιμμένο
φογάταιφοβάται
χ̌έρ’χέρι
χαρεμένονχαρούμενο
ωμίτσ̌ι͜α(υποκορ.) ώμους
ωτίααυτιά
Σημειώσεις
Η παρούσα εκδοχή του δημώδους άσματος αυτού είναι αρκετά πιο περικομμένη από την πλήρη αρχική εκδοχή του με αποτέλεσμα να υπάρχουν νοητές και χρονικές ασυνέχειες κατά την ακρόαση του.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost