.
.
Κλαίνε τ’ αηδόνι͜α

Έναν βούρα τσατσόπα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έναν βούραν τσατσόπα,
λεφτοκαρί’ καντζόπα
Βάλλ’ ατα σην τσ̌όπα̤ μου,
γαντουρεύω κορτσόπα

Εχ̌ι͜ονίγα, εχ̌ι͜ονίγα,
αρ’ εγώ -ν- επατουλίγα
Ση Σιναλού την Παναγιάν¹
τ’ αρνόπο μ’ ετυλίγα

Έλα ας μονάζω σε,
καντζία θα φάζω σε
Ση καπνού το τσάκωμαν
εγώ θ’ απονεγκάζω σε

Εχ̌ι͜ονίγα, εχ̌ι͜ονίγα,
αρ’ εγώ -ν- επατουλίγα
Ση Σιναλού την Παναγιάν¹
τ’ αρνόπο μ’ ετυλίγα

Ακεί πέρα λάσ̌κεσαι,
ευρήκ’ς κι αγκαλά̤σ̌κεσαι
Εγώ κάτ’ να λέγω σε,
ντό πολλά χολά̤σ̌κεσαι!

Εχ̌ι͜ονίγα, εχ̌ι͜ονίγα,
αρ’ εγώ -ν- επατουλίγα
Ση Σιναλού την Παναγιάν¹
τ’ αρνόπο μ’ ετυλίγα

Άσπρεσσα -ν- άμον το χ̌ι͜όν’,
κόκκινος άμον χρυσόν
Άγγελος θα ’ίνουμαι,
θα παίρω την ψ̌ην τ’ εσόν

Εχ̌ι͜ονίγα, εχ̌ι͜ονίγα,
αρ’ εγώ -ν- επατουλίγα
Ση Σιναλού την Παναγιάν¹
τ’ αρνόπο μ’ ετυλίγα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγκαλά̤σ̌κεσαιαγκαλιάζεσαι
ακείεκεί
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απονεγκάζωξεκουράζω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
άσπρεσσαάσπρη
ατααυτά
βάλλ’βάζω/ει
βούρανχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
γαντουρεύωξεγελάω, εξαπατάω, κοροϊδεύω kandırmak
επατουλίγασκεπάστηκα με νιφάδες χιονιού (πατούλια), χιονίστηκα
εσόνδικός/ή/ό σου
ετυλίγατυλίχθηκα
ευρήκ’ςβρίσκεις
εχ̌ι͜ονίγαχιονίστηκα
’ίνουμαιγίνομαι
καντζίαψίχες από πυρηνόκαρπους ή άλλους σπόρους
καντζόπακαρποί
κορτσόπακοριτσάκια
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
λεφτοκαρί’λεπτοκαρυάς, φουντουκιάς λεπτο- + κάρυον
μονάζωφιλοξενώ για διανυκτέρευση
παίρωπαίρνω
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τσάκωμανσπάσιμο
τσατσόπαξεροκλάδια θάμνων, φρύγανα
τσ̌όπα̤τσέπη cep/ceyb
φάζωταΐζω
χ̌ι͜όν’χιόνι
χολά̤σ̌κεσαιθυμώνεις, αγανακτάς
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγκαλά̤σ̌κεσαιαγκαλιάζεσαι
ακείεκεί
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απονεγκάζωξεκουράζω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
άσπρεσσαάσπρη
ατααυτά
βάλλ’βάζω/ει
βούρανχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
γαντουρεύωξεγελάω, εξαπατάω, κοροϊδεύω kandırmak
επατουλίγασκεπάστηκα με νιφάδες χιονιού (πατούλια), χιονίστηκα
εσόνδικός/ή/ό σου
ετυλίγατυλίχθηκα
ευρήκ’ςβρίσκεις
εχ̌ι͜ονίγαχιονίστηκα
’ίνουμαιγίνομαι
καντζίαψίχες από πυρηνόκαρπους ή άλλους σπόρους
καντζόπακαρποί
κορτσόπακοριτσάκια
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
λεφτοκαρί’λεπτοκαρυάς, φουντουκιάς λεπτο- + κάρυον
μονάζωφιλοξενώ για διανυκτέρευση
παίρωπαίρνω
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τσάκωμανσπάσιμο
τσατσόπαξεροκλάδια θάμνων, φρύγανα
τσ̌όπα̤τσέπη cep/ceyb
φάζωταΐζω
χ̌ι͜όν’χιόνι
χολά̤σ̌κεσαιθυμώνεις, αγανακτάς
ψ̌ηνψυχή
Σημειώσεις
¹ Η Παναγία της Σιναλούς βρίσκεται στα Κοτύωρα του Πόντου, νοτιοανατολικά του παρχαριού Τσ̌άμπασ̌ι (Çambaşı)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost