.
.
Κλαίνε τ’ αηδόνι͜α

Ση μαχαλάς ι-σ’ τη στράταν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ση μαχαλάς ι-σ’ τη στράταν, [ν’ αηλί]
πουλόπο μ’, πάντα στέκω
[γιαρ, γιαρ/τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
Έβγα -ν- απάν’ σ’ εξώπορτον [ν’ αηλί]
εσέναν να ελέπω
[γιαρ, γιαρ/τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]

Ανάθεμα αΐκον μαχαλάν [ν’ αηλί]
κι αΐκον γειτονίαν
[γιαρ, γιαρ/τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
Εποίκαν ατο καλατσ̌ήν [ν’ αηλί]
ντ’ εφίλεσα σε μίαν
[γιαρ, γιαρ/τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]

Εμέν κατηγορούνε με, [ν’ αηλί]
ζαέρ ’κι γιαραεύω
[γιαρ, γιαρ/τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
Θα ερωτώ τ’ αρνόπο μου, [ν’ αηλί]
ατό θα ινανεύω
[γιαρ, γιαρ/τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]

Κατηγορούν οσπιτι͜ανοί, [ν’ αηλί]
κατηγορούν κι οι ξένοι
[γιαρ, γιαρ/τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
Εγροίκ’σανε τα μυστικά [ν’ αηλί]
ντο έχω μετ’ εσέν -ι
[γιαρ, γιαρ/τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]

Εγέννεσεν και το χτήνον [ν’ αηλί]
κι εποίκεν αγελάδι
[γιαρ, γιαρ/τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
Σα μαγαρίτσ̌ι͜α έφαγα [ν’ αηλί]
φούστουρον με τ’ ελάδι
[γιαρ, γιαρ/τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αΐκοντέτοιο/α
απάν’πάνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γιαραεύωχρησιμεύω yaramak
έβγα(προστ.) βγες
εγέννεσενγέννησε
εγροίκ’σανεκατάλαβαν
ελέπωβλέπω
εξώπορτονεξώπορτα
εποίκανέκαναν, έφτιαξαν ποιέω-ῶ
εποίκενέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
ερωτώρωτάω
εφίλεσαφίλησα
ζαέρως φαίνεται, προφανώς, μάλλον zahiren<zahir/ẓāhir
ινανεύωπιστεύω, εμπιστεύομαι inanmak
καλατσ̌ήνομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μαγαρίτσ̌ι͜αφαγοπότι εξ αφορμής χαρμόσυνου γεγονότος
μαχαλάνγειτονιά mahalle/maḥalle
μαχαλάςγειτονιάς mahalle/maḥalle
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μίανμια φορά
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
οσπιτι͜ανοίοι του σπιτιού, οικείοι hospitium<hospes
πουλόποπουλάκι
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
φούστουρονείδος ποντιακής ομελέτας
χτήνοναγελάδα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αΐκοντέτοιο/α
απάν’πάνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γιαραεύωχρησιμεύω yaramak
έβγα(προστ.) βγες
εγέννεσενγέννησε
εγροίκ’σανεκατάλαβαν
ελέπωβλέπω
εξώπορτονεξώπορτα
εποίκανέκαναν, έφτιαξαν ποιέω-ῶ
εποίκενέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
ερωτώρωτάω
εφίλεσαφίλησα
ζαέρως φαίνεται, προφανώς, μάλλον zahiren<zahir/ẓāhir
ινανεύωπιστεύω, εμπιστεύομαι inanmak
καλατσ̌ήνομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μαγαρίτσ̌ι͜αφαγοπότι εξ αφορμής χαρμόσυνου γεγονότος
μαχαλάνγειτονιά mahalle/maḥalle
μαχαλάςγειτονιάς mahalle/maḥalle
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μίανμια φορά
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
οσπιτι͜ανοίοι του σπιτιού, οικείοι hospitium<hospes
πουλόποπουλάκι
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
φούστουρονείδος ποντιακής ομελέτας
χτήνοναγελάδα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost