.
.
Έναν μουχαπέτ’ σα Ούτσ̌ενα

Σο καλύβι σ’ ολόερα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Σο καλύβι σ’ ολόερα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Σο καλύβι σ’ ολόερα
σ̌υρίζω, τραγωδώ σε
Άμον ανοιξεζ’νόν πουλίν
πάντα θα κελαηδώ σε

Ο καημένον ο σπουργίτης
πάντα λάσ̌κεται -ν- αλήτης
Πόσα φοράς εμόνασες
εμέν, πουλί μ’, σ’ οσπίτι σ’;

Αν έξερες, τρυγόνα μου,
και τ’ εμόν την καρδίαν
Ας σ’ εγκαλιόπο σ’ απέσ’ κέσ’
’κ’ εβγάλλ’νες με καμίαν

Ο καημένον ο σπουργίτης
πάντα λάσ̌κεται -ν- αλήτης
Πόσα φοράς εμόνασες
εμέν, πουλί μ’, σ’ οσπίτι σ’;

Απέσ’ σην ταπακέρα μου,
πουλόπο μ’, να εχώρ’νες
Τα γιορτινά τα λώματα σ’
καθημερ’νά να εφόρ’νες

Ο καημένον ο σπουργίτης
πάντα λάσ̌κεται -ν- αλήτης
Πόσα φοράς εμόνασες
εμέν, πουλί μ’, σ’ οσπίτι σ’;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανοιξεζ’νόνανοιξιάτικο
απέσ’μέσα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
εβγάλλ’νεςέβγαζες
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εμόνασεςφιλοξένησες για διανυκτέρευση
έξερεςήξερες
εφόρ’νεςφορούσες
εχώρ’νεςχωρούσες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καθημερ’νάκαθημερινά
καμίανποτέ
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
λάσ̌κεταιπεριφέρεται, τριγυρνά, περιπλανιέται ἀλάομαι/ηλάσκω
λώματαρούχα λῶμα/λωμάτιον
ολόεραολόγυρα
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
πουλόποπουλάκι
σ̌υρίζωσφυρίζω, παίζω αυλό σῦριγξ
τραγωδώτραγουδάω
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φοράςφορές
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανοιξεζ’νόνανοιξιάτικο
απέσ’μέσα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
εβγάλλ’νεςέβγαζες
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εμόνασεςφιλοξένησες για διανυκτέρευση
έξερεςήξερες
εφόρ’νεςφορούσες
εχώρ’νεςχωρούσες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καθημερ’νάκαθημερινά
καμίανποτέ
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
λάσ̌κεταιπεριφέρεται, τριγυρνά, περιπλανιέται ἀλάομαι/ηλάσκω
λώματαρούχα λῶμα/λωμάτιον
ολόεραολόγυρα
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
πουλόποπουλάκι
σ̌υρίζωσφυρίζω, παίζω αυλό σῦριγξ
τραγωδώτραγουδάω
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φοράςφορές
Σο καλύβι σ’ ολόερα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost