.
.
Έναν μουχαπέτ’ σα Ούτσ̌ενα

Ταν-ταν κοιλίαν

Ταν-ταν κοιλίαν
fullscreen
Ταν-ταν κοιλίαν εύκαιρον
και δόντι͜α ακονεμένα¹
Κρατέστ’ α̤τεν, κρατέστ’ α̤τεν
ατέ θα τρώει εμέναν

Παιδία, γιάσ̌α-γιάσ̌α!
Παιδία, γιάσ̌α-γιάσ̌α!
Η κόρ’ θ’ επαλαλούτονε,
κι ελάγγευεν σα κάσ̌ι͜α
Η κόρ’ θ’ επαλαλούτονε,
’ταράουτον σα κάσ̌ι͜α

Ακεί σο πέραν τα ραχ̌ι͜ά
να έμ’νε έναν οξέαν
Έπλωνα τα κλαδόπα μου,
αρνί μ’, σ’ εσέν μερέαν

Παιδία, γιάσ̌α-γιάσ̌α!
Παιδία, γιάσ̌α-γιάσ̌α!
Η κόρ’ θ’ επαλαλούτονε,
κι ελάγγευεν σα κάσ̌ι͜α
Η κόρ’ θ’ επαλαλούτονε,
’ταράουτον σα κάσ̌ι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ακείεκεί
ακονεμέναακονισμένα
ατέαυτή
α̤τεναυτήν
γιάσ̌ανα ζεις! να ζήσετε! yaşa!
ελάγγευενπηδούσε लङ्घ (laṅgh)
έμ’νεήμουν
επαλαλούτονετρελαινόταν
έπλωναάπλωνα, έτεινα
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
κάσ̌ι͜ααπότομοι βράχοι, γκρεμοί kaş
κλαδόπακλαδάκια
κρατέστ’κρατήστε (προστ.)
μερέανμεριά
οξέανοξιά
παιδίαπαιδιά
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ταν-ταν κοιλίαν εύκαιρον και δόντι͜α ακονεμέναταν-ταν κοιλιά αδειανή και δόντια ακονισμένα
’ταράουτον(εταράουτον) ανακατευόταν, αναμιγνυόταν, μπλεκόταν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ακείεκεί
ακονεμέναακονισμένα
ατέαυτή
α̤τεναυτήν
γιάσ̌ανα ζεις! να ζήσετε! yaşa!
ελάγγευενπηδούσε लङ्घ (laṅgh)
έμ’νεήμουν
επαλαλούτονετρελαινόταν
έπλωναάπλωνα, έτεινα
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
κάσ̌ι͜ααπότομοι βράχοι, γκρεμοί kaş
κλαδόπακλαδάκια
κρατέστ’κρατήστε (προστ.)
μερέανμεριά
οξέανοξιά
παιδίαπαιδιά
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ταν-ταν κοιλίαν εύκαιρον και δόντι͜α ακονεμέναταν-ταν κοιλιά αδειανή και δόντια ακονισμένα
’ταράουτον(εταράουτον) ανακατευόταν, αναμιγνυόταν, μπλεκόταν
Ταν-ταν κοιλίαν
Σημειώσεις
¹ (εκφ.) Ταν-ταν κοιλιά αδειανή και δόντια ακονισμένα. Λέγεται για τους λιμοκοντόρους, αυτούς που ενώ δεν έχουν λεφτά ντύνονται ή μιλάνε επιδεικτικά και παριστάνουν τους γόηδες ή τους καμπόσους.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost