.
.
Τραγούδια του Πόντου | Ηχογραφήσεις του 1930 (Αρχείο Μέλπως Μερλιέ)

Έλα ύπνε μ’ ας σα μακρά

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Έλα ύπνε μ’ ας σα μακρά
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έλα ύπνε μ’ ας σα μακρά
κι ας σα ψηλά τα μέρη, νάνι
Έλα, ύπνε μ’, και κόνεψον
σ’ αρνίτσα μ’ το πουλόπον, νάνι, νάνι
Άιντε ποίσον λο λο λο λο…α!

Κοιμέθ’, αρνί μ’, και τράνυνον
κι έπαρ’ τ’ αυγής τον ύπνον, νάνι
Τώρα έρ’ται ο πατέρας σου, πουλί μ’,
κι ατός ας ση δουλείαν, νάνι
Νάνι ογούλ, νάνι ογούλ
Κοιμέθ’, νε ρίζα μ’, νε στερέα μ’, νένι
Άιντε ποίσον λο λο λο λο…α!

Έλα, ύπνε μ’, και κόνεψον
σ’ αρνίτσα μ’ τ’ εγκαλιόπον -ε
Ο ύπνον θρέφ’ και τα μωρά
η θάλασσα τ’ οψάρι͜α, νάνι, νάνι
Άιντε ποίσον λο λο λο λο…α!

Νένι ογούλ, νένι ογούλ
Κοιμέθ’ μη τυραννί͜εις με
τ’ εμόν η ψ̌η -ν- ελίγον έν’, ογούλ, ογούλ
εβγαίν’, άλλο ’κ’ ευρήκ’ς με, νάνι
Άιντε ποίσον λο λο λο λο…α!

Νένι ογούλ, νένι,
Νένι για ποίσον ρίζα μ’, νε
Για τράνυνον, νε πουλί μου
Μεγάλυνον, αρνόπο μ’, νάνι
Άιντε ποίσον λο λο λο λο…α!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατόςαυτός
δουλείανδουλειά
εβγαίν’βγαίνει
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
έρ’ταιέρχεται
ευρήκ’ςβρίσκεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κοιμέθ’(προστ.) κοιμήσου
κόνεψον(προστ.) εγκαταστήσου, φώλιασε, προσγειώσου konmak
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μεγάλυνον(προστ.) μεγάλωσε
ογούλγιος, γιε oğul
οψάρι͜αψάρια ὀψάριον < υποκορ. ὄψον (ετοιμασμένη τροφή, προσφάγι, μεζές)
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πουλόπονπουλάκι
στερέαστήριγμα
τράνυνον(προστ.) (αμεταβ.) μεγάλωσε, (μεταβ.) ανέθρεψε τρανόω-ῶ
τυραννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατόςαυτός
δουλείανδουλειά
εβγαίν’βγαίνει
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
έρ’ταιέρχεται
ευρήκ’ςβρίσκεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κοιμέθ’(προστ.) κοιμήσου
κόνεψον(προστ.) εγκαταστήσου, φώλιασε, προσγειώσου konmak
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μεγάλυνον(προστ.) μεγάλωσε
ογούλγιος, γιε oğul
οψάρι͜αψάρια ὀψάριον < υποκορ. ὄψον (ετοιμασμένη τροφή, προσφάγι, μεζές)
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πουλόπονπουλάκι
στερέαστήριγμα
τράνυνον(προστ.) (αμεταβ.) μεγάλωσε, (μεταβ.) ανέθρεψε τρανόω-ῶ
τυραννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
ψ̌ηψυχή
Έλα ύπνε μ’ ας σα μακρά

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost