.
.
Έναν μουχαπέτ’ σα Ούτσ̌ενα

Θυμάσαι

Θυμάσαι
fullscreen
Κα’ έλα και -ν- όλιον τ’ ορμίν,
τη στράταν  μη σ̌ασ̌εύ’ς -ι
Ωρι͜άσον παίρ’νε μας χαπέρ’,
λίγον το νου σ’ ας έ͜εις -ι

Ν’ αηλί εμέν τον ορφανόν,
ν’ αηλί εμέν τον μαύρον
Εσ’κώθανε ψεσ’νά γαρκά
να κρού’ν εμέν τον ταύρον

Θυμάσαι όντες επέγ’ναμε
εντάμαν σα χορτάρι͜α;
Κάθαν ρακάν’ και φίλεμαν,
κάθαν δεμάτ’ κι εγκάλι͜α

Μικρά γαρκά, μικρά γαρκά,
μικρά λαλαχ̌εμένα
Φυσούν τα ρωθωνόπα τουν
να φοβερί’ζνε εμένα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
γαρκάαρσενικά μοσχάρια
έ͜ειςέχεις
εγκάλι͜ααγκαλιά
εντάμανμαζί
επέγ’ναμεπηγαίναμε
εσ’κώθανεσηκώθηκαν
κα’κάτω
κάθανκάθε
κρού’νχτυπούν κρούω
λαλαχ̌εμέναχαϊδεμένα, παραχαϊδεμένα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλιονόλο, ολόκληρο
όντεςόταν
ορμίνρυάκι, ρεματιά
παίρ’νεπαίρνουν
ρακάν’γήλοφος
ρωθωνόπαρουθούνια
σ̌ασ̌εύ’ςσαστίζεις, τα έχεις χαμένα şaşmak
τουντους
φίλεμανφιλί
χαπέρ’είδηση, νέο haber/ḫaber
ψεσ’νάχθεσινά, μτφ. ανώριμα
ωρι͜άσον(προστ.) πρόσεξε, φύλαξε, φυλάξου
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
γαρκάαρσενικά μοσχάρια
έ͜ειςέχεις
εγκάλι͜ααγκαλιά
εντάμανμαζί
επέγ’ναμεπηγαίναμε
εσ’κώθανεσηκώθηκαν
κα’κάτω
κάθανκάθε
κρού’νχτυπούν κρούω
λαλαχ̌εμέναχαϊδεμένα, παραχαϊδεμένα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλιονόλο, ολόκληρο
όντεςόταν
ορμίνρυάκι, ρεματιά
παίρ’νεπαίρνουν
ρακάν’γήλοφος
ρωθωνόπαρουθούνια
σ̌ασ̌εύ’ςσαστίζεις, τα έχεις χαμένα şaşmak
τουντους
φίλεμανφιλί
χαπέρ’είδηση, νέο haber/ḫaber
ψεσ’νάχθεσινά, μτφ. ανώριμα
ωρι͜άσον(προστ.) πρόσεξε, φύλαξε, φυλάξου
Θυμάσαι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost