.
.
Έναν μουχαπέτ’ σα Ούτσ̌ενα

Πώς ’κι τσ̌οκεύ’νε τα ραχ̌ι͜ά

Πώς ’κι τσ̌οκεύ’νε τα ραχ̌ι͜ά
fullscreen
Πώς ’κι τσ̌οκεύ’νε τα ραχ̌ι͜ά
όντες αναστενάζω;
Η σεβντά ’κι πουλίεται
να στείλω ν’ αγοράζω

Σεβντάν έχω, σεβντάν πουλώ
και σεβνταλής γυρίζω
Σεβντάν έχω σο καρδόπο μ’
και πώς να ταγιανίζω;

Απάν’ σα ποδαρέας ι-σ’,
αρνί μ’, θα πάω χάμαι
Άνοιξον τ’ εγκαλιόπο σου
σπιχταγκαλι͜άστ’ και κρά’ με
Άνοιξον την εγκάλια σου
σπιχταγκαλι͜άστ’ και κρά’ με

♫

Τ’ αιϊδόπον βόσ̌κεται,
σ̌υρίζ’ ατο, κλώσ̌κεται
Εγώ τηνάν αγαπώ
ταραπουλούζ’ ζώσ̌κεται

Ακεί πέραν έστεκεν,
την κάλτσαν ατ’ς έπλεκεν
Είπ’ ατέναν «έλα αδά,
το λαλόπο σ’ χαμελά»
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αιϊδόπονκατσικάκι
ακείεκεί
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
απάν’πάνω
ατέναναυτήν
ατ’ςαυτής, της
βόσ̌κεταιβοσκάει
εγκάλιααγκαλιά
εγκαλιόποαγκαλίτσα
ζώσ̌κεταιζώνεται, φοράει πάνω του ζώννυμι
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
κρά’(προστ.) κράτα, βάστα
λαλόποφωνούλα
όντεςόταν
ποδαρέαςπατημασιές, χνάρια
πουλίεταιπουλιέται
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σεβνταλήςερωτοχτυπημένος, ερωτευμένος sevdalı
σεβντάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
σπιχταγκαλι͜άστ’σφιχταγκάλιασε
σ̌υρίζ’σφυρίζω/ει σῦριγξ
ταγιανίζωαντέχω, βαστάω, υπομένω dayanmak
ταραπουλούζ’μεταξωτό ζωνάρι το οποίο στην ύφανσή του έβγαζε κάθετες και οριζόντιες ραβδώσεις με αποτέλεσμα να σχηματίζεται καρό Ṭarābulus<Τρίπολις [η Τρίπολη του Λιβάνου φημιζόταν ιστορικά για την παραγωγή μεταξωτών και βαμβακερών υφασμάτων, κυρίως κατά την οθωμανική περίοδο αλλά και νωρίτερα, στη μεσαιωνική εποχή]
τηνάναυτόν/ην που
τσ̌οκεύ’νεκαταπίπτουν, επικάθονται, κλίνουν υπό το βάρος çökmek
χάμαιχάνομαι, μτφ. πεθαίνω
χαμελάχαμηλά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αιϊδόπονκατσικάκι
ακείεκεί
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
απάν’πάνω
ατέναναυτήν
ατ’ςαυτής, της
βόσ̌κεταιβοσκάει
εγκάλιααγκαλιά
εγκαλιόποαγκαλίτσα
ζώσ̌κεταιζώνεται, φοράει πάνω του ζώννυμι
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
κρά’(προστ.) κράτα, βάστα
λαλόποφωνούλα
όντεςόταν
ποδαρέαςπατημασιές, χνάρια
πουλίεταιπουλιέται
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σεβνταλήςερωτοχτυπημένος, ερωτευμένος sevdalı
σεβντάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
σπιχταγκαλι͜άστ’σφιχταγκάλιασε
σ̌υρίζ’σφυρίζω/ει σῦριγξ
ταγιανίζωαντέχω, βαστάω, υπομένω dayanmak
ταραπουλούζ’μεταξωτό ζωνάρι το οποίο στην ύφανσή του έβγαζε κάθετες και οριζόντιες ραβδώσεις με αποτέλεσμα να σχηματίζεται καρό Ṭarābulus<Τρίπολις [η Τρίπολη του Λιβάνου φημιζόταν ιστορικά για την παραγωγή μεταξωτών και βαμβακερών υφασμάτων, κυρίως κατά την οθωμανική περίοδο αλλά και νωρίτερα, στη μεσαιωνική εποχή]
τηνάναυτόν/ην που
τσ̌οκεύ’νεκαταπίπτουν, επικάθονται, κλίνουν υπό το βάρος çökmek
χάμαιχάνομαι, μτφ. πεθαίνω
χαμελάχαμηλά
Πώς ’κι τσ̌οκεύ’νε τα ραχ̌ι͜ά

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost