.
.
Ο κάντρος ατ’ς απάν’ σο στόλ’/Η πεθερά μ’ αδά έν’

Ο κάντρος ατ’ς απάν’ σο στόλ’

Ο κάντρος ατ’ς απάν’ σο στόλ’
fullscreen
Ο κάντρος ατ’ς απάν’ σο στόλ’
ερρούξεν ετοζώθεν
Επέρα να σπογγίζ’ ατο,
η γούλα μ’ εγομώθεν

Άντρας ι-σ’ του γαϊδάρ’ ο γιον
’κι ξέρ’ το μεκατίρι σ’
’Κι ξέρ’ να παίρ’ το φίλεμα σ’,
ν’ αβλαεύ’ το χατίρι σ’

Πουλί μ’, αγάπα τον άντρα σ’,
εμέναν απιδέβα
Αρ’ άφ’ς-ι με -ν- ας καίουμαι
και σ’ άψιμον ντ’ εσέβα

Απέσ’ σ’ άψιμον καίουμαι,
η βρούλα πώς σαρεύ’ με!
Τ’ αρνί μ’ τερεί με από μακρά
και ’κ’ έρ’ται γουρταρεύ’ με
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αβλαεύ’κυνηγάει avlamak
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
απιδέβα(προστ.) φύγε, άφησε πίσω, ξεπέρασε, προσπέρασε από + διαβαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατ’ςαυτής, της
άφ’ς(προστ.) άφησε
άψιμονφωτιά
βρούλαφλόγα brûler
γαϊδάρ’(γεν.) γαϊδάρου
γούλαλαιμός gula
γουρταρεύ’γλυτώνω/ει κτ/κπ από, διασώζω/ει kurtarmak
εγομώθενγέμισε
επέραπήρα
ερρούξενέπεσε
έρ’ταιέρχεται
εσέβαμπήκα
ετοζώθενσκονίστηκε toz
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίουμαικαίγομαι
κάντροςκορνίζα, κάδρο, φωτογραφία quadro
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
παίρ’παίρνω/ει
σαρεύ’τυλίγω/ει, περικυκλώνω/ει, εναγκαλίζομαι/εται, μτφ. αρέσει σε sarmak
σπογγίζ’σκουπίζω/ει
στόλ’τραπέζι стол
τερείκοιτάει
φίλεμαφιλί
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αβλαεύ’κυνηγάει avlamak
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
απιδέβα(προστ.) φύγε, άφησε πίσω, ξεπέρασε, προσπέρασε από + διαβαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατ’ςαυτής, της
άφ’ς(προστ.) άφησε
άψιμονφωτιά
βρούλαφλόγα brûler
γαϊδάρ’(γεν.) γαϊδάρου
γούλαλαιμός gula
γουρταρεύ’γλυτώνω/ει κτ/κπ από, διασώζω/ει kurtarmak
εγομώθενγέμισε
επέραπήρα
ερρούξενέπεσε
έρ’ταιέρχεται
εσέβαμπήκα
ετοζώθενσκονίστηκε toz
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίουμαικαίγομαι
κάντροςκορνίζα, κάδρο, φωτογραφία quadro
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
παίρ’παίρνω/ει
σαρεύ’τυλίγω/ει, περικυκλώνω/ει, εναγκαλίζομαι/εται, μτφ. αρέσει σε sarmak
σπογγίζ’σκουπίζω/ει
στόλ’τραπέζι стол
τερείκοιτάει
φίλεμαφιλί
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
Ο κάντρος ατ’ς απάν’ σο στόλ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost