.
.
Αητέντς επαραπέτανεν/Λεγνή μ’, λεγνέσσα

Αητέντς επαραπέτανεν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Αητέντς επαραπέτανεν
ψηλά σα επουράνα̤
[Ούι! αμάν! αμάν!]
Είχ̌εν τσ̌αγγία κόκκινα
και το τσ̌αρκούλ’ν ατ’ μαύρον
[Ούι! αμάν! αμάν!]

Εκράτ’νεν -ε σα κάρτζ̌ι͜αν ατ’
παλληκαρί’ βραχ̌ι͜όνας
[Ούι! αμάν! αμάν!]
-Αητέ μ’, για δος με ας σο κρατείς,
για πέει με όθεν κείται
[Ούι! αμάν! αμάν!]

-Ας σο κρατώ ’κι δίγω σε,
λέγω σε όθεν κείται
[Ούι! αμάν! αμάν!]
Ακεί σο πέραν το ραχ̌ίν,
σ’ αλάτι͜α επεκεί μέρη
[Ούι! αμάν! αμάν!]
μαύρα πουλία τρώγ’ν’ ατον
και άσπρα τριγυλίσκουν
[Ούι! αμάν! αμάν!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αητέντςαητός
ακείεκεί
αλάτι͜αέλατα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βραχ̌ι͜όναςβραχίονες, μπράτσα βραχίων
δίγωδίνω
δοςδώσε
εκράτ’νενκρατούσε
επαραπέτανενπαραπετούσε, πετούσε πολλή ώρα ή πολύ ψηλά
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
επουράνα̤επουράνια
κάρτζ̌ι͜αννύχια kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρατείςκρατάς
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
παλληκαρί’παλληκαριού παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πέει(προστ.) πες
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
τριγυλίσκουντριγυρίζουν, περιτριγυρίζουν
τρώγ’ν’τρώνε
τσ̌αγγίαείδος μαλακού περσικού (παρθικού) υποδήματος από τη βυζαντινή περίοδο και εξής, το οποίο αναφερόταν σε υπόδημα ψηλό μέχρι τα γόνατα (μπότα) από ερυθρό δέρμα που προσαρμοζόταν στην κνήμη με κορδόνια τζάγγα/τζαγγή ή τζαγγίον/zanca~zanga
τσ̌αρκούλ’νγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αητέντςαητός
ακείεκεί
αλάτι͜αέλατα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βραχ̌ι͜όναςβραχίονες, μπράτσα βραχίων
δίγωδίνω
δοςδώσε
εκράτ’νενκρατούσε
επαραπέτανενπαραπετούσε, πετούσε πολλή ώρα ή πολύ ψηλά
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
επουράνα̤επουράνια
κάρτζ̌ι͜αννύχια kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρατείςκρατάς
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
παλληκαρί’παλληκαριού παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πέει(προστ.) πες
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
τριγυλίσκουντριγυρίζουν, περιτριγυρίζουν
τρώγ’ν’τρώνε
τσ̌αγγίαείδος μαλακού περσικού (παρθικού) υποδήματος από τη βυζαντινή περίοδο και εξής, το οποίο αναφερόταν σε υπόδημα ψηλό μέχρι τα γόνατα (μπότα) από ερυθρό δέρμα που προσαρμοζόταν στην κνήμη με κορδόνια τζάγγα/τζαγγή ή τζαγγίον/zanca~zanga
τσ̌αρκούλ’νγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost