.
.
Νουνίζω και αροθυμώ

Γιάσα, παιδία, γιάσα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Μάνα, τ’ αρνί μ’ σ’ εμέτερα
αν έρ’ται και δι͜αβαίνει
Ποδεδίζω σε, ’δέν μη λες
αν θέλ’ να μέν’, ας μένει

Γιάσ̌α, παιδία, γιάσ̌α!
Γιάσ̌α, παιδία, γιάσ̌α!
Η κόρ’ θ’ επαλαλούτονε,
’ταράουτον σα κάσ̌ι͜α

Μάνα, αν ελέπ’ς τ’ αρνόπο μ’
ση στράταν κιάν’ να κλαίει
Κατήβα ντως έναν ωτίν
τίνος τ’ όνεμα λέει

Γιάσ̌α, παιδία, γιάσ̌α!
Γιάσ̌α, παιδία, γιάσ̌α!
Η κόρ’ θ’ επαλαλούτονε,
’ταράουτον σα κάσ̌ι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γιάσ̌ανα ζεις! να ζήσετε! yaşa!
’δέντίποτα
δι͜αβαίνει(για τόπο) περνάει, διασχίζει, (για χρόνο) περνάει (γενικότερα) περνάει, παύει, τελειώνει διαβαίνω
ελέπ’ςβλέπεις
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
επαλαλούτονετρελαινόταν
έρ’ταιέρχεται
κάσ̌ι͜ααπότομοι βράχοι, γκρεμοί kaş
κατήβα(προστ.) κατέβα
κιάν’και άνω, και εξής, και πέρα
ντως(προστ.) χτύπα
όνεμαόνομα
παιδίαπαιδιά
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
’ταράουτον(εταράουτον) ανακατευόταν, αναμιγνυόταν, μπλεκόταν
τίνοςποιού;
ωτίναυτί
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γιάσ̌ανα ζεις! να ζήσετε! yaşa!
’δέντίποτα
δι͜αβαίνει(για τόπο) περνάει, διασχίζει, (για χρόνο) περνάει (γενικότερα) περνάει, παύει, τελειώνει διαβαίνω
ελέπ’ςβλέπεις
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
επαλαλούτονετρελαινόταν
έρ’ταιέρχεται
κάσ̌ι͜ααπότομοι βράχοι, γκρεμοί kaş
κατήβα(προστ.) κατέβα
κιάν’και άνω, και εξής, και πέρα
ντως(προστ.) χτύπα
όνεμαόνομα
παιδίαπαιδιά
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
’ταράουτον(εταράουτον) ανακατευόταν, αναμιγνυόταν, μπλεκόταν
τίνοςποιού;
ωτίναυτί

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost