.
.
Νουνίζω και αροθυμώ

Τη παιδί’ ο πόνον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Η μάνα ’κι πρέπ’ να ελέπ’
[Ν’ αηλί εμέν! Να βάι εμέν!]
τον πόνον τη παιδί’ ατ’ς
[Για πέει με γιατί; Λελεύω σε!]
γιατί ους να τρανύνει͜ ατο
[Ν’ αηλί εμέν! Να βάι εμέν!]
λύεται η καρδία τ’ς
[Για πέει με γιατί; Λελεύω σε!]

Η μάνα που έχ̌’ ορφανά
[Ν’ αηλί εμέν! Να βάι εμέν!]
και ζουν χωρίς πατέραν
[Για πέει με γιατί; Λελεύω σε!]
Ατέ ους τα γεράτεια τ’ς
[Ν’ αηλί εμέν! Λελεύω σε!]
’κ’ ελέπ’ καλόν ημέραν
[Για πέει με γιατί; Λελεύω σε!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ατέαυτή
ατ’ςαυτής, της
γεράτειαγηρατειά
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έχ̌’έχει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λελεύωχαίρομαι
λύεταιλιώνει
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ουςως, μέχρι
παιδί’παιδιού
πέει(προστ.) πες
πρέπ’ταιριάζει/ω
τρανύνειμεγαλώνει, αναθρέφει τρανόω-ῶ
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ατέαυτή
ατ’ςαυτής, της
γεράτειαγηρατειά
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έχ̌’έχει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λελεύωχαίρομαι
λύεταιλιώνει
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ουςως, μέχρι
παιδί’παιδιού
πέει(προστ.) πες
πρέπ’ταιριάζει/ω
τρανύνειμεγαλώνει, αναθρέφει τρανόω-ῶ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost