.
.
Ευξείνου Πόντου περίπλους μουσικός II

Έσυρα την κερεντήν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έσυρα την κερεντήν
σα τσ̌αλία αναμεσά
Τη πεκιάρ’ το χόρεμαν
σα κορτσόπα αναμεσά

Η κεμεντζ̌έ μ’ μουρδουλίζ’
το λαλόπο μ’ κωδωνίζ’
Πάντα εκείνος ζει καλά,
βαθέα που ’κι νουνίζ’

Έσυρα την κερεντήν,
εγώ άξιον παλληκάρ’
Σ’ έμορφα τα κορτσόπα
πολλά έχω εχτιπάρ’

Η κεμεντζ̌έ μ’ μουρδουλίζ’
το λαλόπο μ’ κωδωνίζ’
Πάντα εκείνος ζει καλά,
βαθέα που ’κι νουνίζ’

Την ημέραν κερεντήν
και το βράδον κεμεντζ̌έν
Ήντσαν έν’ και σεβταλής
αρ’ ας έρ’ται μετ’ εμέν

Η κεμεντζ̌έ μ’ μουρδουλίζ’
το λαλόπο μ’ κωδωνίζ’
Πάντα εκείνος ζει καλά,
βαθέα που ’κι νουνίζ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αναμεσάανάμεσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
βαθέαβαθιά
βράδονβράδυ
έμορφαόμορφα
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
εχτιπάρ’αξιοπρέπεια, κύρος, αξιοπιστία itibar/iʿtibār
ήντσανοποιοσδήποτε, όποιος / οποιονδήποτε, όποιον
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
κερεντήνκόσσα, μακρυδρέπανο, γεωργικό εργαλείο με το οποίο θερίζεται το τριφύλλι ή άλλο χόρτο, είδος δρεπανιού գերանդի (gerandi)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
κωδωνίζ’κουδουνίζει
λαλόποφωνούλα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μουρδουλίζ’γρυλλίζει υπόκωφα, παράγει υπόκωφο ήχο
νουνίζ’σκέφτεται
πεκιάρ’(γεν. αιτ. ενικ.) εργένη, (ονομ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σεβταλήςερωτοχτυπημένος, ερωτευμένος sevdalı
τσ̌αλίατσαλιά, αγκαθωτοί θάμνοι çalı
χόρεμανχορός
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αναμεσάανάμεσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
βαθέαβαθιά
βράδονβράδυ
έμορφαόμορφα
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
εχτιπάρ’αξιοπρέπεια, κύρος, αξιοπιστία itibar/iʿtibār
ήντσανοποιοσδήποτε, όποιος / οποιονδήποτε, όποιον
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
κερεντήνκόσσα, μακρυδρέπανο, γεωργικό εργαλείο με το οποίο θερίζεται το τριφύλλι ή άλλο χόρτο, είδος δρεπανιού գերանդի (gerandi)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
κωδωνίζ’κουδουνίζει
λαλόποφωνούλα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μουρδουλίζ’γρυλλίζει υπόκωφα, παράγει υπόκωφο ήχο
νουνίζ’σκέφτεται
πεκιάρ’(γεν. αιτ. ενικ.) εργένη, (ονομ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σεβταλήςερωτοχτυπημένος, ερωτευμένος sevdalı
τσ̌αλίατσαλιά, αγκαθωτοί θάμνοι çalı
χόρεμανχορός

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost