.
.
Ακούστε τη συμβουλή μ’/Όλα̤ για την γαρήν

Ακούστε την συμβουλή μ’

Ακούστε την συμβουλή μ’
fullscreen
Εσείς οι ξενιτεμέν’
ολίγον ακούστε με -ν
Ακούστε την συμβουλή μ’
λέγω αποπέσ’ ’ς σην ψ̌η μ’
Κι ας σ’ αχούλ’ν εσουν μ’ εβγών’
ατό το τραγούδ’ τ’ εμόν

Σην ξενιτά̤ν ήντζαν πάει
οικονομίαν να ’φτάει
Άμα θέλ’ να γαζανεύ’
άσκοπα να μη ξοδεύ’
αφού ξενιτεύκεται
να χτίζ’ και γουρεύκεται

Όλ’ εσείς πριν πάτε εκεί,
να είστουν προσεκτικοί
Μη γελά σας τίποτα,
το χουμάρ’ και τα ποτά
Τα παρέας τα κακά,
τα ματέας τα γλυκά

Μη μαεύ’ σας η παρά
κι αφήνετε τα μωρά
σαγαπσούζ’κα αδακέσ’
κι απομένετεν εκέσ’
γιατί ατά ξάι ’κι ακούν
την γιαγιάν και τον παππούν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδακέσ’εδώ γύρω, κάπου εδώ
αποπέσ’από μέσα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατάαυτά
αχούλ’νμυαλό akıl/ʿaḳl
γαζανεύ’κερδίζω/ει, αποκτώ/άει (κέρδος) kazanmak
γουρεύκεταιστήνεται, τακτοποιείται, οργανώνεται, μτφ. ορθοποδεί kurmak
εβγών’βγαίνει
είστουνείστε
εκέσ’εκεί
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εσουνσας
ήντζανοποιοσδήποτε, όποιος / οποιονδήποτε, όποιον
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μαεύ’μαγεύει
ματέαςματιές
ξάικαθόλου
ξενιτά̤νξενιτειά
ξενιτεύκεταιξενιτεύεται
όλ’όλοι/α
ολίγονλίγο
παράλεφτά, το χρήμα para/pāre
παρέας(γεν. ενικ.) παρέας, (ον./αιτ. πληθ.) παρέες
’ς(ας) από
σαγαπσούζ’κααυτά που είναι χωρίς ιδιοκτήτη, αδέσποτα, αφύλακτα, απροστάτευτα, μτφ. ορφανά sahipsiz
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
χουμάρ’κουμάρι, τυχερό παιχνίδι kumar/ḳimār
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδακέσ’εδώ γύρω, κάπου εδώ
αποπέσ’από μέσα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατάαυτά
αχούλ’νμυαλό akıl/ʿaḳl
γαζανεύ’κερδίζω/ει, αποκτώ/άει (κέρδος) kazanmak
γουρεύκεταιστήνεται, τακτοποιείται, οργανώνεται, μτφ. ορθοποδεί kurmak
εβγών’βγαίνει
είστουνείστε
εκέσ’εκεί
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εσουνσας
ήντζανοποιοσδήποτε, όποιος / οποιονδήποτε, όποιον
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μαεύ’μαγεύει
ματέαςματιές
ξάικαθόλου
ξενιτά̤νξενιτειά
ξενιτεύκεταιξενιτεύεται
όλ’όλοι/α
ολίγονλίγο
παράλεφτά, το χρήμα para/pāre
παρέας(γεν. ενικ.) παρέας, (ον./αιτ. πληθ.) παρέες
’ς(ας) από
σαγαπσούζ’κααυτά που είναι χωρίς ιδιοκτήτη, αδέσποτα, αφύλακτα, απροστάτευτα, μτφ. ορφανά sahipsiz
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
χουμάρ’κουμάρι, τυχερό παιχνίδι kumar/ḳimār
ψ̌ηψυχή
Ακούστε την συμβουλή μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost