.
.
Εγάπεσα

Εγάπεσα

Εγάπεσα
fullscreen
Εγάπεσα και ’κ’ έξερα,
τσ̌εχέλ’κον και ’κ’ εγροίκ’σα
Απ’ υστερνά νουνίζ’ ατο
και λέω «ντό εποίκα;»

Εκόμπωσε με η άνοιξη,
εύκαιρα πώς ευρέθα!
Ετέρεσα τα έμορφα,
αέτσ’ πώς επλανέθα;

Αγάλι͜α-αγάλι͜α έρ’ται ο νους
μελώνει και σταχώνει
Άμον κρασίν γλυκόπιοτον
πίντς ατο και λαρώνει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγάλι͜ασιγά, αργά αγαληνός < γαληνός
αέτσ’έτσι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
εγάπεσααγάπησα
εγροίκ’σακατάλαβα
έμορφαόμορφα
έξεραήξερα
επλανέθαπλανεύτηκα
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
έρ’ταιέρχεται
ετέρεσακοίταξα
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
ευρέθαβρέθηκα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
λαρώνειγιατρεύει, θεραπεύει
νουνίζ’σκέφτεται
πίντςπίνεις
σταχώνειτελειώνει το πλέξιμο της κάλτσας, δένει βιβλίο, μτφ. (για μέλι) «δένει»/αποκρυσταλλώνεται, (για νήμα αργαλειού) μπλέκεται, συνωστίζεται σε συρροή πλήθους ανθρώπων, λαχανιάζει, κουράζεται
τσ̌εχέλ’κονάπειρο, ανώριμο, άβγαλτο cehil/cehl
υστερνάκατοπινά, τελευταία
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγάλι͜ασιγά, αργά αγαληνός < γαληνός
αέτσ’έτσι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
εγάπεσααγάπησα
εγροίκ’σακατάλαβα
έμορφαόμορφα
έξεραήξερα
επλανέθαπλανεύτηκα
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
έρ’ταιέρχεται
ετέρεσακοίταξα
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
ευρέθαβρέθηκα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
λαρώνειγιατρεύει, θεραπεύει
νουνίζ’σκέφτεται
πίντςπίνεις
σταχώνειτελειώνει το πλέξιμο της κάλτσας, δένει βιβλίο, μτφ. (για μέλι) «δένει»/αποκρυσταλλώνεται, (για νήμα αργαλειού) μπλέκεται, συνωστίζεται σε συρροή πλήθους ανθρώπων, λαχανιάζει, κουράζεται
τσ̌εχέλ’κονάπειρο, ανώριμο, άβγαλτο cehil/cehl
υστερνάκατοπινά, τελευταία
Εγάπεσα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost