.
.
Τεμέλ’

Ο πεστέας

Ο πεστέας
fullscreen
Αφκά ας σο παραθυρόπο σ’,
βαρκίζω στέρι͜α-στέρι͜α
Τον κύρη σ’ ’κι φοβούμ’ ατον,
πέ’ ατο ας εξέρ’ α̤’

Ελάγγεψα ας ση φραχτήν,
ο κύρη σ’ γουβαλαύ’ με
Νουνίζω παλληκάρτς είμαι,
’κ’ επορεί να προφτάν’ με

Άμαν εμέν επρόφτασεν
και τρώγω τα κισκέας
Εποίκε με ολολήμαυρο,
λαχτέας, σ̌αμαρέας

Κρούει και πάει και μουρδουλίζ’,
«θ’ ευτάς ατο αλλομίαν;»
Εγώ πα για να σταματά
τσ̌αΐζ’ ατον «καμίαν!»

Άμαν απέσ’ ι-μ’ ’ξέρ’ ατο,
ας είμ’ εγώ πεστέας
Ξαν θα λαγγεύω τη φραχτή σ’
κι ας τρώγω τα μουστέας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α̤’(α̤τό) αυτό, το
αλλομίανάλλη μια φορά
άμαναλλά ama/ammā
απέσ’μέσα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αφκάκάτω
βαρκίζωκραυγάζω, θρηνώ γοερά
γουβαλαύ’καταδιώκω/ει, κυνηγάω/ει kovalamak
ελάγγεψαπήδηξα लङ्घ (laṅgh)
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
εποίκεέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
επορείμπορεί
επρόφτασενπρόφτασε
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρούειχτυπάει κρούω
λαγγεύωπηδάω लङ्घ (laṅgh)
λαχτέαςκλωτσιές λακτίζω
μουρδουλίζ’γρυλλίζει υπόκωφα, παράγει υπόκωφο ήχο
μουστέαςγροθιές muşta/muşte
νουνίζωσκέφτομαι
ξανπάλι, ξανά
παπάλι, επίσης, ακόμα
παλληκάρτςπαλληκαράς παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
παραθυρόποπαραθυράκι
πέ’(προστ.) πες
πεστέαςποταπός, ευτελής, αδύνατος, καχεκτικός pest
σ̌αμαρέαςσφαλιάρες şamar
στέρι͜αακλόνητα, σταθερά, σιγά, αργά και καθαρά
στέρι͜α-στέρι͜ασταθερά, σιγά-σιγά
τσ̌αΐζ’φωνάζω/ει, επιπλήττω/ει
φοβούμ’φοβάμαι
φραχτή(η) φράχτης
φραχτήν(η) φράχτη
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α̤’(α̤τό) αυτό, το
αλλομίανάλλη μια φορά
άμαναλλά ama/ammā
απέσ’μέσα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αφκάκάτω
βαρκίζωκραυγάζω, θρηνώ γοερά
γουβαλαύ’καταδιώκω/ει, κυνηγάω/ει kovalamak
ελάγγεψαπήδηξα लङ्घ (laṅgh)
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
εποίκεέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
επορείμπορεί
επρόφτασενπρόφτασε
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρούειχτυπάει κρούω
λαγγεύωπηδάω लङ्घ (laṅgh)
λαχτέαςκλωτσιές λακτίζω
μουρδουλίζ’γρυλλίζει υπόκωφα, παράγει υπόκωφο ήχο
μουστέαςγροθιές muşta/muşte
νουνίζωσκέφτομαι
ξανπάλι, ξανά
παπάλι, επίσης, ακόμα
παλληκάρτςπαλληκαράς παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
παραθυρόποπαραθυράκι
πέ’(προστ.) πες
πεστέαςποταπός, ευτελής, αδύνατος, καχεκτικός pest
σ̌αμαρέαςσφαλιάρες şamar
στέρι͜αακλόνητα, σταθερά, σιγά, αργά και καθαρά
στέρι͜α-στέρι͜ασταθερά, σιγά-σιγά
τσ̌αΐζ’φωνάζω/ει, επιπλήττω/ει
φοβούμ’φοβάμαι
φραχτή(η) φράχτης
φραχτήν(η) φράχτη
Ο πεστέας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost