.
.
Τεμέλ’

Τη ψ̌ης ι-σ’ τ’ ανοιγάρ’

Τη ψ̌ης ι-σ’ τ’ ανοιγάρ’
fullscreen
Πού καικά να ευρίεσαι
και πού κέσ’ λιμενεύ’ς;
Σίναν τόπον να λάσ̌κεσαι,
με τίναν καλατσ̌εύ’ς;

Ποίος για εσέν έν’ το σ̌ολίκ’,
ποίος για εσέν το έσ̌ιν;
Σίναν εδέκες τ’ ανοιγάρ’
να εμπαίν’ σην ψ̌η σ’ απέσ’ -ι;

Σ’ ήμποιον στράταν πορπατείς,
τίνος κρατείς το χ̌έρι;
Και ποίος έν’ ο τυχερόν
ντο λιχνεύ’ το σ̌εκέρι;

Ποίος για εσέν έν’ το σ̌ολίκ’,
ποίος για εσέν το έσ̌ιν;
Σίναν εδέκες τ’ ανοιγάρ’
να εμπαίν’ σην ψ̌η σ’ απέσ’ -ι;

Πού κέσ’ παραβραδι͜άσ̌κεσαι
και πού κέσ’ ημερούσαι;
Άτσ̌απα ξάι νουνί͜εις εμέν
σο κρεβάτ’ ντο απλούσαι;

Ποίος για εσέν έν’ το σ̌ολίκ’,
ποίος για εσέν το έσ̌ιν;
Σίναν εδέκες τ’ ανοιγάρ’
να εμπαίν’ σην ψ̌η σ’ απέσ’ -ι;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανοιγάρ’κλειδί
απέσ’μέσα
απλούσαιαπλώνεσαι, ξαπλώνεις
άτσ̌απαάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
εδέκεςέδωσες
εμπαίν’μπαίνει
έν’είναι
έσ̌ινταίρι, έτερο ήμισυ, σύντροφος
ευρίεσαιβρίσκεσαι
ημερούσαιημερεύεις, ησυχάζεις
ήμποιονόποιο, ποιό;
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καλατσ̌εύ’ςμιλάς, συνομιλείς, συζητάς keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κρατείςκρατάς
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
λιμενεύ’ςαποκαλύπτεσαι από τα χιόνια που λιώνουν, ελλιμενίζεσαι
λιχνεύ’τρώει λαίμαργα
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
ξάικαθόλου
παραβραδι͜άσ̌κεσαινυχτώνεσαι, σε βρίσκει το βράδυ
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πορπατείςπερπατάς
σ̌εκέριζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σίναν(σε τίναν) σε ποιον/α;
σ̌ολίκ’χαρά, ψυχαγωγία, αυτό που δίνει χαρά şenlik
τίνανποιον/α
τίνοςποιού;
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανοιγάρ’κλειδί
απέσ’μέσα
απλούσαιαπλώνεσαι, ξαπλώνεις
άτσ̌απαάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
εδέκεςέδωσες
εμπαίν’μπαίνει
έν’είναι
έσ̌ινταίρι, έτερο ήμισυ, σύντροφος
ευρίεσαιβρίσκεσαι
ημερούσαιημερεύεις, ησυχάζεις
ήμποιονόποιο, ποιό;
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καλατσ̌εύ’ςμιλάς, συνομιλείς, συζητάς keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κρατείςκρατάς
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
λιμενεύ’ςαποκαλύπτεσαι από τα χιόνια που λιώνουν, ελλιμενίζεσαι
λιχνεύ’τρώει λαίμαργα
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
ξάικαθόλου
παραβραδι͜άσ̌κεσαινυχτώνεσαι, σε βρίσκει το βράδυ
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πορπατείςπερπατάς
σ̌εκέριζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σίναν(σε τίναν) σε ποιον/α;
σ̌ολίκ’χαρά, ψυχαγωγία, αυτό που δίνει χαρά şenlik
τίνανποιον/α
τίνοςποιού;
ψ̌ηψυχή
Τη ψ̌ης ι-σ’ τ’ ανοιγάρ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost