.
.
Τεμέλ’

Ο σαής

Ο σαής
fullscreen
Σ’ οσπίτι μ’ έρθεν ο σαής
κι έναν γραμμόπον έγκεν
Και τα τσ̌ικάρι͜α μ’ ’γρίζεψεν
με το χαπάρ’ ντ’ εδέκεν

Ρούζ’ ας σα χ̌έρι͜α μ’ το χαρτίν,
ζεχίριν τα τσ̌ιζία
Και τα δάκρυ͜α μ’ άμον ποτάμ’
’πάν’ ση σαήν τ’ ωμία

Γραφτόν έν’ πάντα για τ’ εμέν,
η μοίρα μ’ έν’ αΐκον
Παλλάχ’ να έν’ ο πόνος ι- μ’
και -ν- η χαρά μ’ ζαΐφκον

Σαή μ’, εστά έναν σολούχ’,
ποίσον με συντροφίαν
Γιαρτίμ ποίσον με κι επεκεί
να έ͜εις καλοδρομίαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αΐκοντέτοιο/α
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
γιαρτίμβοήθεια, υποστήριξη, συμπαράσταση yardım
γραμμόπονγραμματάκι
’γρίζεψενεκχέρσωσε έδαφος με την βαθιά σκαφή και αφαίρεσε πέτρες και θάμνους για να γίνει αγρός κατάλληλος για σπορά, ανάσκαψε, όργωσε
έ͜ειςέχεις
έγκενέφερε
εδέκενέδωσε
έν’είναι
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
έρθενήρθε
εστά(προστ.) στάσου
ζαΐφκονισχνό, αδύνατο, ελλιπές zayıf/żaʿīf
ζεχίρινδηλητήριο zehir/zehr
καλοδρομίανευτυχισμένη πορεία, κατευόδιο
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παλλάχ’παιδί ευτραφές, παχουλό, νεογνό ζώου (ιδίως βουβαλιού/αρκούδας) παλλάκιον
’πάν’(απάν’) πάνω
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ποτάμ’ποτάμι
ρούζ’πέφτει, ρίχνει, μτφ. αναλογεί
σαήταχυδρόμε
σαήνταχυδρόμο sāʿy
σαήςταχυδρόμος sāʿy
σολούχ’αναπνοή soluk
συντροφίανσυντροφιά, παρέα
τσ̌ιζίαγραμμές, αράδες çizgi
τσ̌ικάρι͜ασπλάχνα, σωθικά ciğer/ciger
χαπάρ’χαμπάρι, είδηση, μαντάτο haber/ḫaber
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αΐκοντέτοιο/α
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
γιαρτίμβοήθεια, υποστήριξη, συμπαράσταση yardım
γραμμόπονγραμματάκι
’γρίζεψενεκχέρσωσε έδαφος με την βαθιά σκαφή και αφαίρεσε πέτρες και θάμνους για να γίνει αγρός κατάλληλος για σπορά, ανάσκαψε, όργωσε
έ͜ειςέχεις
έγκενέφερε
εδέκενέδωσε
έν’είναι
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
έρθενήρθε
εστά(προστ.) στάσου
ζαΐφκονισχνό, αδύνατο, ελλιπές zayıf/żaʿīf
ζεχίρινδηλητήριο zehir/zehr
καλοδρομίανευτυχισμένη πορεία, κατευόδιο
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παλλάχ’παιδί ευτραφές, παχουλό, νεογνό ζώου (ιδίως βουβαλιού/αρκούδας) παλλάκιον
’πάν’(απάν’) πάνω
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ποτάμ’ποτάμι
ρούζ’πέφτει, ρίχνει, μτφ. αναλογεί
σαήταχυδρόμε
σαήνταχυδρόμο sāʿy
σαήςταχυδρόμος sāʿy
σολούχ’αναπνοή soluk
συντροφίανσυντροφιά, παρέα
τσ̌ιζίαγραμμές, αράδες çizgi
τσ̌ικάρι͜ασπλάχνα, σωθικά ciğer/ciger
χαπάρ’χαμπάρι, είδηση, μαντάτο haber/ḫaber
ωμίαώμοι
Ο σαής

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost