.
.
Τα τραγωδίας ’κι τελείνταν

Σουμά πάει έναν ορμόπον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Σουμά πάει έναν ορμόπον
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Σουμά πάει έναν ορμόπον,
[γιαρ, γιαρ, γιαρ, τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
πίνω κρύο νερόπον
[Μα την Παναΐαν, λέω!]
Ετέρεσα τα στράτας ι-σ’
[γιαρ, γιαρ, γιαρ, τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
που επέμ’νες πουλόπο μ’/αρνόπο μ’
[Μα την Παναΐαν, λέω!]

Όμοια κι απαράλλαχτα
[γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ]
ομοι͜άεις τ’ εμόν τ’ αρνόπον
[Μα την Παναΐαν, λέω!]
Σάεψον εκείνο είσαι
[γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ]
και ρούξον σ’ εγκαλιόπο μ’
[Μα την Παναΐαν, λέω!/Είπα μα την Παναΐαν!]

Δόστεν μαχ̌αίρι͜α πίσταυρα,
[γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ]
τ’ αρνόπο μ’ να ωρι͜άζω
[Μα την Παναΐαν, λέω!]
Αν έρχουνταν να παίρ’ν’ ατεν,
[γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ]
πολλούς θα μαχ̌αιρι͜άζω
[Μα την Παναΐαν, λέω!/Είπα μα την Παναΐαν!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απαράλλαχτααπολύτως όμοια, με απαράλλακτο τρόπο
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
αρνόποναρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατεναυτήν
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επέμ’νεςαπόμεινες
έρχουντανέρχονται
ετέρεσακοίταξα
νερόποννεράκι
ομοι͜άειςομοιάζεις, μοιάζεις
ορμόπονμικρό ρυάκι/μικρή ρεματιά
παίρ’ν’παίρνουν
πίσταυρασταυρωτά, χιαστί
πουλόποπουλάκι
ρούξον(προστ.) πέσε
σάεψον(προστ.) υπολόγισε, εκτίμησε, λογάριασε saymak
σουμάκοντά
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
ωρι͜άζωπροσέχω, φυλάω, επιβλέπω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απαράλλαχτααπολύτως όμοια, με απαράλλακτο τρόπο
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
αρνόποναρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατεναυτήν
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επέμ’νεςαπόμεινες
έρχουντανέρχονται
ετέρεσακοίταξα
νερόποννεράκι
ομοι͜άειςομοιάζεις, μοιάζεις
ορμόπονμικρό ρυάκι/μικρή ρεματιά
παίρ’ν’παίρνουν
πίσταυρασταυρωτά, χιαστί
πουλόποπουλάκι
ρούξον(προστ.) πέσε
σάεψον(προστ.) υπολόγισε, εκτίμησε, λογάριασε saymak
σουμάκοντά
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
ωρι͜άζωπροσέχω, φυλάω, επιβλέπω
Σουμά πάει έναν ορμόπον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost