.
.
Τα τραγωδίας ’κι τελείνταν

Διάφορα δίστιχα (Ομάλ’)

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Διάφορα δίστιχα (Ομάλ’)
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εντρέπουμαι να λέγω σε,
κορτσόπον, ντ’ αγαπώ σε
Πασ̌κείμ’ ντο ’κ’ εγροικάς ατο
πυκνά-πυκνά τερώ σε

Εμέν οι λύκ’ εσάρεψαν
απάν’ και σα Καμένα¹
Θα στείλω σε τα λώματα μ’
λερά και ματωμένα

Η κεμεντζ̌έ μ’ κοκκύμελον
το τοξάρι μ’ ελαίαν
Ατού σ’ άσπρα τα μαγ’λόπα σ’
αρνί μ’/πουλί μ’ έχω δοντέαν

Εγώ αγαπώ σε κι έρχουμαι,
εσύ παραμερί͜εις με
Ντόσιλεον καρδόπον έ͜εις,
σίτα̤ γελώ κλαινί͜εις με

Αρ’ ατώρα, νέτσ̌η θεία,
την κουτσ̌ή σ’ καλά ωρία
Θα παίρ’ν’ ατεν και φεύ’νε
Κουζλαρέτ’κα² σ̌κύλ’ παιδία
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατεναυτήν
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
ατώρατώρα
δοντέανίχνος δαγκώματος, δάγκωμα
έ͜ειςέχεις
εγροικάςκαταλαβαίνεις
ελαίανελιά
εντρέπουμαιντρέπομαι
έρχουμαιέρχομαι
εσάρεψαντύλιξαν, περικύκλωσαν, άρεσαν sarmak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
Καμέναπεριοχή κοντά στην Παναγία Σουμελά
καρδόπονκαρδούλα
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
κλαινί͜ειςκάνεις κάποιον να κλάψει, στενοχωρείς
κοκκύμελοντο δέντρο δαμασκηνιά, δαμάσκηνο
κορτσόπονκοριτσάκι
κουτσ̌ήκόρη
λεράακάθαρτα, βρώμικα ὀλερός
λύκ’λύκοι
λώματαρούχα λῶμα/λωμάτιον
μαγ’λόπαμαγουλάκια magulum
νέτσ̌ηΕ! κόρη, ε! εσύ
ντόσιλεοντί λογής;
παιδίαπαιδιά
παίρ’ν’παίρνουν
παραμερί͜ειςπαραμερίζεις
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
πυκνάπυκνά, συχνά
σίτα̤καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
τερώκοιτώ
φεύ’νεφεύγουν
ωρία(προστ.) πρόσεξε, φύλαξε, φυλάξου, επέβλεψε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατεναυτήν
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
ατώρατώρα
δοντέανίχνος δαγκώματος, δάγκωμα
έ͜ειςέχεις
εγροικάςκαταλαβαίνεις
ελαίανελιά
εντρέπουμαιντρέπομαι
έρχουμαιέρχομαι
εσάρεψαντύλιξαν, περικύκλωσαν, άρεσαν sarmak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
Καμέναπεριοχή κοντά στην Παναγία Σουμελά
καρδόπονκαρδούλα
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
κλαινί͜ειςκάνεις κάποιον να κλάψει, στενοχωρείς
κοκκύμελοντο δέντρο δαμασκηνιά, δαμάσκηνο
κορτσόπονκοριτσάκι
κουτσ̌ήκόρη
λεράακάθαρτα, βρώμικα ὀλερός
λύκ’λύκοι
λώματαρούχα λῶμα/λωμάτιον
μαγ’λόπαμαγουλάκια magulum
νέτσ̌ηΕ! κόρη, ε! εσύ
ντόσιλεοντί λογής;
παιδίαπαιδιά
παίρ’ν’παίρνουν
παραμερί͜ειςπαραμερίζεις
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
πυκνάπυκνά, συχνά
σίτα̤καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
τερώκοιτώ
φεύ’νεφεύγουν
ωρία(προστ.) πρόσεξε, φύλαξε, φυλάξου, επέβλεψε
Διάφορα δίστιχα (Ομάλ’)
Σημειώσεις
¹Ορεινή περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στη Χαντζούκα (τοποθεσία Παναγίας Σουμελά) και το Μετζίτ’ (βοσκότοπος της Κρώμνης). Για την ονομασία «Καμένα» υπάρχουν μόνο στοιχεία από την παράδοση. Λέγεται πως, κάποτε, αλλόθρησκοι πήγαν να ληστέψουν το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Οι ληστές, ανάμεσα στα άλλα, θέλησαν να πάρουν και το Εικόνισμα, να το κομματιάσουν, για να πάρει ο καθένας από ένα κομμάτι. Με το πρώτο όμως χτύπημά τους το Εικόνισμα έβαλε φωτιά, θανατώθηκαν οι ιερόσυλοι και κάηκε ο τόπος. Έτσι, ονομάστηκε από τότε Καμένα, και δε βλάστησε η περιοχή ποτέ ύστερα από το γεγονός αυτό. Η ερημιά του χώρου αυτού προκαλεί δέος. Κυκλοφορούν εκεί διάφορα αγρίμια και προπαντός λύκοι, γεγονός που έχει αποτυπωθεί από την ποντιακή μούσα στο παραπάνω δίστιχο.

² Από το χωριό Κιζάρι ή Κίζαρι Ροδόπης (παλαιά ονομασία Κιζλάρ ή Κιζιλάρ)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost