.
.
Τα τραγωδίας ’κι τελείνταν

Αν αποθάνω θάψτε με

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Αν αποθάνω θάψτε με
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Αν αποθάνω θάψτε με -ν-
και σ’ έναν παϊρόπον,
ν’ ακούω τσ̌οπάν’ σ̌ύριγμαν
και καβαλί’/κεμεντζ̌ές λαλόπον

Το δάχτυλο σ’ ’κι αροθυμώ,
το δαχτυλίδι σ’ έχω
Και τη φωτογραφία σου
απέσ’ σην τσ̌έπη μ’ έχω

Κεμεντζ̌έ σίταν έπαιζα
το ζιλ η κόρδα εκόπεν
Ατό χουσ̌ούρ εγ̆έντονε,
σο καρδόπο μ’ εντώκεν

Ψηλά ραχ̌ι͜ά και πράσινα,
δεντρόπα φυλλωμένα,
κλίστεν κα’ τα κλαδόπα σουν
και κλάψτεν για τ’ εμέναν

Εχά ξαν! Αρ’ εχά ξαν!
Τα πετεινάρι͜α εκούξαν
Ατά τα σ̌κυλοκούταβα
αποπίσ’ ι-μ’ ερρούξαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
αποθάνωπεθαίνω
αποπίσ’από πίσω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αροθυμώνοσταλγώ
ατάαυτά
δεντρόπαδεντράκια
εγ̆έντονεέγινε
εκόπενκόπηκε
εκούξανφώναξαν, λάλησαν, κάλεσαν κπ ονομαστικά
εντώκενχτύπησε
ερρούξανέπεσαν
ζιλοι ψιλά κουρδισμένες χορδές της λύρας, το οξύφωνα κουρδισμένο όργανο zil
κα’κάτω
καρδόποκαρδούλα
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌έςλύρας kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαδόπακλαδάκια
κλάψτεν(προστ.) κλάψτε
κλίστεν(προστ.) σκύψτε, κλίνετε
κόρδαχορδή
λαλόπονλαλιά, φωνή
ξανπάλι, ξανά
παϊρόπον(υποκορ.) πλαγιά βουνού, άδενδρη κατωφέρεια bayır
πετεινάρι͜α(υποκορ.) πετεινοί
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σίτανκαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σουνσας
σ̌ύριγμανσφύριγμα σῦριγξ
τσ̌οπάν’τσομπάνηδες, βοσκοί, (γεν.) τσομπάνων çoban/çūbān, şūbān
χουσ̌ούρκομμάτια, θρύψαλα huşur [οθωμ.περ.]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
αποθάνωπεθαίνω
αποπίσ’από πίσω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αροθυμώνοσταλγώ
ατάαυτά
δεντρόπαδεντράκια
εγ̆έντονεέγινε
εκόπενκόπηκε
εκούξανφώναξαν, λάλησαν, κάλεσαν κπ ονομαστικά
εντώκενχτύπησε
ερρούξανέπεσαν
ζιλοι ψιλά κουρδισμένες χορδές της λύρας, το οξύφωνα κουρδισμένο όργανο zil
κα’κάτω
καρδόποκαρδούλα
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌έςλύρας kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαδόπακλαδάκια
κλάψτεν(προστ.) κλάψτε
κλίστεν(προστ.) σκύψτε, κλίνετε
κόρδαχορδή
λαλόπονλαλιά, φωνή
ξανπάλι, ξανά
παϊρόπον(υποκορ.) πλαγιά βουνού, άδενδρη κατωφέρεια bayır
πετεινάρι͜α(υποκορ.) πετεινοί
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σίτανκαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σουνσας
σ̌ύριγμανσφύριγμα σῦριγξ
τσ̌οπάν’τσομπάνηδες, βοσκοί, (γεν.) τσομπάνων çoban/çūbān, şūbān
χουσ̌ούρκομμάτια, θρύψαλα huşur [οθωμ.περ.]
Αν αποθάνω θάψτε με

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost