.
.
Τα τραγωδίας ’κι τελείνταν

Γράφτω γράμμα και στείλω σε

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Γράφτω γράμμα και στείλω σε
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Γράφτω γράμμα και στείλω σε
υείας και χ̌αιρετίας
Εσύ γράψον και στείλον με
δάκρυ͜α -ν- αροθυμίας

Σο [ακατάληπτο]¹ απάν’ καικά
πάγ’νε σοι τεμιρτσ̌ήδες
Γράφτω γράμμαν και στείλω σε
και με τοι κατιρτσ̌ήδες

Εσύ μικρέσσα τράνυνον
κι εγώ -ν- ας μεγαλύνω
Σην Παναγίαν όμνυσα,
το σπαρέλι σ’ θα λύνω

Αούτα τα νεότητα
πάνε κι άλλο ’κι κλώσκουν
Αμόν εκείνον το χορτάρ’
τα πρόβατα ντο βόσκουν

Τα σίδερα μ’ θα ζώσκουμαι
και σο [ακατάληπτο]¹ θα μένω
Χ̌ίλια παρτσ̌άδας γίνουμαι
εγώ εσέν ’κι αφήνω

[Λαλώ], λαλώ και ’κι λαλείς
ν’ ακούω [και] τη λαλία σ’
Ας σον Θεγό σ’ να ευρήκ’ς ατο
αρνί μ’, ’ς σην Παναΐα σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αούτααυτά
απάν’πάνω
αροθυμίας(γεν.) νοσταλγίας, (πληθ.) νοσταλγίες
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
βόσκουνβοσκάνε
γίνουμαιγίνομαι
γράψονγράψε
ευρήκ’ςβρίσκεις
ζώσκουμαιζώνομαι, φορώ πάνω μου ζώννυμι
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κατιρτσ̌ήδεςαγωγιάτες katırcı
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσκουνγυρίζουν, επιστρέφουν
λαλείςβγάζεις λαλιά, καλείς, αποκαλείς, προσκαλείς, οδηγείς
λαλίαλαλιά, φωνή
λαλώβγάζω λαλιά, καλώ, αποκαλώ, προσκαλώ, οδηγώ
μεγαλύνωμεγαλώνω
μικρέσσαμικρή, νεαρή
νεότητανιότη, νιάτα
όμνυσαορκίστηκα
πάγ’νεπηγαίνουν, έφυγαν, πάνε
ΠαναΐαΠαναγιά
παρτσ̌άδαςκομμάτια parça/pārçe
’ς(ας) από
σοιστους/στις, τους/τις
σπαρέλιμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
στείλον(προστ.) στείλε
τοιτους/τις
τράνυνον(προστ.) (αμεταβ.) μεγάλωσε, (μεταβ.) ανέθρεψε τρανόω-ῶ
χ̌αιρετίαςχαιρετίσματα
χορτάρ’χορτάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αούτααυτά
απάν’πάνω
αροθυμίας(γεν.) νοσταλγίας, (πληθ.) νοσταλγίες
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
βόσκουνβοσκάνε
γίνουμαιγίνομαι
γράψονγράψε
ευρήκ’ςβρίσκεις
ζώσκουμαιζώνομαι, φορώ πάνω μου ζώννυμι
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κατιρτσ̌ήδεςαγωγιάτες katırcı
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσκουνγυρίζουν, επιστρέφουν
λαλείςβγάζεις λαλιά, καλείς, αποκαλείς, προσκαλείς, οδηγείς
λαλίαλαλιά, φωνή
λαλώβγάζω λαλιά, καλώ, αποκαλώ, προσκαλώ, οδηγώ
μεγαλύνωμεγαλώνω
μικρέσσαμικρή, νεαρή
νεότητανιότη, νιάτα
όμνυσαορκίστηκα
πάγ’νεπηγαίνουν, έφυγαν, πάνε
ΠαναΐαΠαναγιά
παρτσ̌άδαςκομμάτια parça/pārçe
’ς(ας) από
σοιστους/στις, τους/τις
σπαρέλιμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
στείλον(προστ.) στείλε
τοιτους/τις
τράνυνον(προστ.) (αμεταβ.) μεγάλωσε, (μεταβ.) ανέθρεψε τρανόω-ῶ
χ̌αιρετίαςχαιρετίσματα
χορτάρ’χορτάρι
Γράφτω γράμμα και στείλω σε
Σημειώσεις
Ένα δίστιχο (4ο) αποδίδει ο Ελευθέριος Ελευθεριάδης (ο Μαύρον) του Θεοδώρου (1918 Σοχούμ-1993)
¹ Πιθανότατα αναφέρονται κάποια τοπωνύμια (στην πρώτη περίπτωση ακούγεται κάτι σαν "Νερετσίτ")

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost