.
.
Πόντε, τ’ εμόν ο τόπον

Μουχαπέτ’

Μουχαπέτ’
fullscreen
Ενταμώθαν δέκα φίλ’
παίζ’ η κεμεντζ̌έ σο ζιλ
Τέρτι͜α ατό πα χαλαρών’
και το μουχαπέτ’ σκαλών’

Και η λύρα σο γαπάν’,
όλ’ χορεύ’νε εκεί απάν’
Πίν’νε, τρώγ’νε και γλεντούν
και εντάμα τραγωδούν

Άμα έ͜εις σο ψ̌όπο σ’ τέρτ’
να μη χάντς το μουχαπέτ’
Σ’ οσπίτι σ’ ξάι μη στέκ’ς,
δέβα να λαρούσαι και να φεύ’ς

Και η λύρα σο γαπάν’,
όλ’ χορεύ’νε εκεί απάν’
Πίν’νε, τρώγ’νε και γλεντούν
και εντάμα τραγωδούν

Η ζωή έρ’ται δι͜αβαίν’
αδά κανείς ’κι απομέν’
Σον Θεόν θα δί’ς την ψ̌η σ’,
σο ποτήρ’ βάλε ρακίν

Και η λύρα σο γαπάν’,
όλ’ χορεύ’νε εκεί απάν’
Πίν’νε, τρώγ’νε και γλεντούν
και εντάμα τραγωδούν

Και η λύρα σο γαπάν’,
όλ’ χορεύ’νε εκεί απάν’
Πίν’νε, τρώγ’νε και γλεντούν
και εντάμα τραγωδούν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
απάν’πάνω
απομέν’απομένει
γαπάν’οι βαρύτονες (μπάσες) τονικότητες μουσικού οργάνου, το βαρύτονα κουρδισμένο (μπάσο) όργανο
δέβα(προστ.) πήγαινε
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
δί’ςδίνεις
έ͜ειςέχεις
εντάμαμαζί
ενταμώθαναντάμωσαν, συναντήθηκαν
έρ’ταιέρχεται
ζιλοι ψιλά κουρδισμένες χορδές της λύρας, το οξύφωνα κουρδισμένο όργανο zil
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαρούσαιγιατρεύεσαι, θεραπεύεσαι
μουχαπέτ’κουβέντα, φιλική συνομιλία, συνεκδ. φιλική συνεστίαση (συνήθως μετά μουσικής) muhabbet/maḥabbet
ξάικαθόλου
όλ’όλοι/α
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίζ’παίζω/παίζει
πίν’νεπίνουν
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σκαλών’αρχινώ/ά, ξεκινώ/άει, εκκινώ/εί ένα έργο/δουλειά
στέκ’ςστέκεσαι
τέρτ’καημός, βάσανο, (ονομ.) στενοχώρια dert
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τραγωδούντραγουδάνε
τρώγ’νετρώνε
φεύ’ςφεύγεις
φίλ’(προστ. φιλώ) φίλα, (πληθ. φίλον) φίλοι
χάντςχάνεις, παύεις να έχεις, διώχνεις
χορεύ’νεχορεύουν
ψ̌ηψυχή
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
απάν’πάνω
απομέν’απομένει
γαπάν’οι βαρύτονες (μπάσες) τονικότητες μουσικού οργάνου, το βαρύτονα κουρδισμένο (μπάσο) όργανο
δέβα(προστ.) πήγαινε
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
δί’ςδίνεις
έ͜ειςέχεις
εντάμαμαζί
ενταμώθαναντάμωσαν, συναντήθηκαν
έρ’ταιέρχεται
ζιλοι ψιλά κουρδισμένες χορδές της λύρας, το οξύφωνα κουρδισμένο όργανο zil
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαρούσαιγιατρεύεσαι, θεραπεύεσαι
μουχαπέτ’κουβέντα, φιλική συνομιλία, συνεκδ. φιλική συνεστίαση (συνήθως μετά μουσικής) muhabbet/maḥabbet
ξάικαθόλου
όλ’όλοι/α
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίζ’παίζω/παίζει
πίν’νεπίνουν
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σκαλών’αρχινώ/ά, ξεκινώ/άει, εκκινώ/εί ένα έργο/δουλειά
στέκ’ςστέκεσαι
τέρτ’καημός, βάσανο, (ονομ.) στενοχώρια dert
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τραγωδούντραγουδάνε
τρώγ’νετρώνε
φεύ’ςφεύγεις
φίλ’(προστ. φιλώ) φίλα, (πληθ. φίλον) φίλοι
χάντςχάνεις, παύεις να έχεις, διώχνεις
χορεύ’νεχορεύουν
ψ̌ηψυχή
ψ̌όποψυχούλα
Μουχαπέτ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost